Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Blasted (1995) της Sarah Kane


Το σοκ που είχε προκαλέσει το συγκεκριμένο έργο όταν πρωτοανέβηκε δεκαέξι χρόνια πριν δεν είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό. Πρόκειται για ένα έργο πρωτοφανούς βίας, λεκτικής και ακόμα περισσότερο σωματικής, έργο ωμό και σκληρό σε βαθμό απερίγραπτο και ίσως και ανεπανάληπτο. Βαδίζοντας από τη μια πάνω στην αγγλική θεατρική παράδοση της ωμότητας επί σκηνής (ορισμένα έργα του Σαίξπηρ, αλλά ακόμα περισσότερο τα αιμοσταγή, γεμάτα ακρωτηριασμούς και βίαιους φόνους έργα των συγχρόνων του κατά την ελισαβετιανή και ιακωβιανή εποχή) και από την άλλη έχοντας επιρροές από το θέατρου του Παραλόγου - όπως και στο θέατρο του Μπέκετ οι χαρακτήρες της είναι αποδιαρθρωμένοι και τεμαχισμένοι γλωσσικά, ανίκανοι να επικοινωνήσουν με ολόκληρες, απόλυτα ταιριαστές φράσεις - η Κέιν εγκαινίασε με αυτό το έργο μία ολόκληρη νέα σκηνή, το σπουδαιότερο πράγμα που βγήκε από το θέατρο των 90s: το διαβόητο In-Yer-Face-Theatre.

Η συγκεκριμένη θεατρική σχολή, που κυριότεροι εκφραστές του είναι η Κέιν και ο Μαρκ Ρέιβενχιλ, στοχεύει στο να κινητοποιήσει τον θεατή και να τον ταράξει, να τον συγκλονίσει, να κρατήσει το ενδιαφέρον του, με το να τον βομβαρδίσει με αλλεπάλληλες σκηνές βίας, όλων των ειδών, σκηνές ωμότητας, φρικαλεότητας, απανθρωπιάς. Κυριολεκτικά ένα θέατρο "μέσα στα μούτρα σου", όπου κανείς, ούτε και ο πιο απαθής και νυσταλέος, επαναπαυμένος θεατής, δεν μπορεί να ξεφύγει. Είναι ένα θέατρο τρομερά προκλητικό και επιτηδευμένα σοκαριστικό, που απαιτεί - και έχει πάντα - την προσοχή του θεατή. Ωστόσο, αυτή η προκλητικότητά του τροφοδότησε εύλογα και αρνητικές αντιδράσεις, αφού πολύ εξέλαβαν τη σκληρότητα των έργων της Κέιν σαν μία εφηβική προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή με φτηνά κόλπα, με ωμό σεξ και βία, προκειμένου να δημιουργήσει πάταγο. Όσοι το πίστεψαν αυτό, στην πορεία παραδέχτηκαν το λάθος τους και αναθεώρησαν. Γιατί το θέατρο της Κέιν δεν είναι "βία για τη βία". Τα έργα της έχουν μήνυμα βαθύ, που χτυπά κατευθείαν στην ψυχή. Και η βία, αν και πανταχού πληρούσα, δεν είναι ποτέ ωραιοποιημένη και καρτουνίστικη, όπως π.χ. στον κινηματογράφο, αλλά απογυμνωμένη, αφτιασίδωτη, δείχνοντας το πραγματικό, απωθητικό πρόσωπό της.

Η δράση του έργου αυτού - του παρθενικού για την Κέιν - εκτυλίσσεται σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, όπου μένει ένα ζευγάρι εραστών. Αυτό που αρχικά μοιάζει με τυπικό δράμα δωματίου-χαρακτήρων, μετατρέπεται στην πορεία σε ένα έργο-βόμβα (κυριολεκτικά και μεταφορικά), με την Κέιν να κάνει μία συγκλονιστική κατάθεση γύρω από τη φύση της βίας και της εξουσίας, επηρεασμένη μάλιστα από τον τότε επίκαιρο πόλεμο της Βοσνίας. Οι ήρωες σταδιακά αποκτηνώνονται, αγριεύουν, χάνουν την αξιοπρέπεια, την ηθική ή σωματική ακεραιότητά τους, καταρρακώνονται, κατακερματίζονται σε μια πιο εφιαλτική εκδοχή της μπεκετικής αποδόμησης. Ένα έργο της αγριότητας, ένα έργο που κυριολεκτικά εκρήγνυται πάνω σου σαν βόμβα. Ένα έργο που άλλαξε τον ρου της σύγχρονης δραματουργίας. Το έργο που ταρακούνησε από τον λήθαργό του τον καλοβολεμένο, αποχαυνωμένο δυτικό κόσμο.

Great Expectations (1861) του Charles Dickens


Ελληνιστί: Μεγάλες Προσδοκίες

Είναι μερικά βιβλία για τα οποία πτοείσαι όταν πρέπει να γράψεις ακόμα έστω και δύο παραγράφους εντυπώσεων - βιβλία για τα οποία αναρωτιέσαι αν έχει καν νόημα να προσθέσεις τις μια-δυο ανούσιες σκέψεις σου, τη στιγμή που τόμοι ολόκληροι έχουν γραφτεί για αυτά και τα έχουν εξετάσει από κάθε πιθανή σκοπιά. Βιβλία όπως οι "Άθλιοι" του Ουγκό ή το παρόν μυθιστόρημα του Τσαρλς Ντίκενς. Ένα βιβλίο-κολοσσός, μυθικό σχεδόν, για τα οποία έχουν γραφτεί και λεχθεί τα πάντα, με αποτέλεσμα όταν καλείται κανείς να καταθέσει δυο σχετικά λόγια σε ένα blog, να αναρωτιέται εύλογα αν αξίζει καν να αγγίξει το θέμα ή αν πρέπει να προσπεράσει. Γιατί τι παραπάνω να πει κανείς για ένα χιλιομελετημένο, κλασικό, larger-than-life έργο σαν αυτό που να μην ακουστεί τετριμμένο, κλισέ, χιλιοειπωμένο, περιττό;

Ωστόσο, και πέφτοντας στην παγίδα να ακουστώ needlessy completist, στόχος αυτού του blog είναι να δίνει μία σύντομη εντύπωση έργων που διαβάζουμε εγώ και οι λοιποί συμμετέχοντες, χωρίς διακρίσεις σε σχέση με το είδος ή την ποιότητά τους. Το ενδιαφέρον άλλωστε έγκειται στο ότι δίπλα-δίπλα μπορεί να βρίσκονται αναρτήσεις για πολύ διαφορετικά πράγματα, από κλασικά έργα όπως η "Ιλιάδα", όπου επίσης διστάζει κανείς να τα προσεγγίσει από φόβο μήπως ακουστεί υπερβολικά ακαδημαϊκός και φορμαλιστικός, μέχρι αμφιλεγόμενα, σοκαριστικά για ορισμένους κείμενα όπως αυτά του ντε Σαντ, μέχρι και σύγχρονη "low" λογοτεχνία, παραφιλολογία είδους όπως τα αστυνομικά του Τζέιμς Πάτερσον. Θεωρώ πως κανένα έργο και κανείς συγγραφέας δεν αξίζει να περιφρονείται και να αποκλείεται από μία σύντομη αλλά ισότιμη πάντα προσέγγιση, για χάρη ενός ανόητου και άσκοπου ελιτισμού. Βγαίνω όμως εκτός θέματος και αυτή η ανάρτηση κινδυνεύει να ενδυθεί τη μορφή της έκθεσης ιδεών, το τελευταίο που θα ήθελα.

Οι "Μεγάλες Προσδοκίες" είναι απλά το απόλυτο coming-of-age story, ο ορισμός του coming-of-age. Το ημιαυτοβιογραφικό έργο του Ντίκενς εξετάζει τα παιδικά, εφηβικά και κατόπιν πρώτα νεανικά χρόνια του Φίλιπ Πίριπ ή αλλιώς Πιπ, μέχρι και τα εικοσιεπτά του χρόνια. Παρά την αθωότητα, τη δροσιά και τη νεανικότητα του πρώτου μισού ιδίως του βιβλίου, είναι ένα εξαιρετικά σκοτεινό μυθιστόρημα - η σκοτεινιά, άλλωστε, ανθρώπων και καταστάσεων, είναι ορατή σε πολλά έργα του μέγιστου συγγραφέα. Αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι ένα success story, για τον φτωχό Πιπ που ξεφεύγει από τη μοίρα της πενίας του και του ανοίγονται πόρτες στη μεγάλη πόλη, είναι στην πραγματικότητα ένα σκοτεινό χρονικό ενηλικίωσης, φιλοδοξίας και μάχης με τον αρνητικό εαυτό μας και τη διαφθορά - μία απόλυτα επίκαιρη ιστορία για τον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο και τις κατεξοχήν πολύ μεγάλες, ενίοτε καταστροφικές προσδοκίες του. Το ταξίδι του Πιπ προς την ενηλικίωση περνάει μέσα από συχνά αντιπαθητικές ή εχθρικές φιγούρες - για εμένα το καλύτερο στοιχείο της ιστορίας - όλες τους αξέχαστες, από την γκροτέσκα Μις Χάβισαμ και την παγωμένη, ακατάδεκτη Εστέλα, μέχρι τον απειλητικό Όρλικ και τη νευρωτική αδελφή του Πιπ. Ταυτόχρονα, το βιβλίο περιέχει όλο τον γνωστό ντικενσιανό κοινωνικό σχολιασμό, αποκαλύπτοντας, ως κατεξοχήν ρεαλιστικό μυθιστόρημα, τη νέα ταξική και κοινωνική πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται στην Αγγλία των 1860s. Ο Ντίκενς δεν προσφέρει εύκολες λύσεις, ούτε ηρωοποιεί τον συμπαθή Πιπ, χαρίζοντάς του αδυναμίες και διλήμματα, που τον καθιστούν έναν από τους πρώτους γνήσια ρεαλιστικούς, τρισδιάστατους πρωταγωνιστές της πεζογραφίας. Βιβλίο-σταθμός.

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Die verlorene Ehre der Katharina Blum (1974) του Heinrich Böll


Ελληνιστί: Η Χαμένη Τιμή της Κατερίνα Μπλουμ

Από τους κορυφαίους σύγχρονους Γερμανούς πεζογράφους, ο Νομπελίστας Χάινριχ Μπελ έχει παραδώσει έργα-τοιχογραφίες της μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνίας, μίας κοινωνίας σακαταμένης ψυχικά και οργανικά μετά το τραύμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μίας κοινωνίας στην οποία βασιλεύει η πείνα, η καχυποψία, η ενοχή, ο διχασμός που επέτεινε η διχοτόμηση της χώρας. Σε αυτό εδώ το βιβλίο του, το γνωστότερό του ίσως, ο Μπελ σκιαγραφεί ακόμα ένα ψυχογράφημα-μικρογραφία της γερμανικής κοινωνίας μετά τον πόλεμο, στήνοντας ταυτόχρονα μία απολαυστική ιστορία γύρω από την παντοδυναμία των μέσων και τη διαστρέβλωση της αλήθειας.

Η ιστορία διαβάζεται και ως αστυνομικό μυστήριο από την ανάποδη - εδώ, το ενδιαφέρον δεν έγκειται στο ποιος σκότωσε τον δημοσιογράφο, που άλλωστε διασαφηνίζεται από την πρώτη σελίδα, αλλά το γιατί έγινε αυτό, και κυρίως στις περιρρέουσες συνθήκες του φόνου. Άλλωστε, όλα είναι πρόσχημα για τον Μπελ προκειμένου να βάλει κάτω από το μικροσκόπιό του όλες τις τρομακτικές αντιφάσεις της γερμανικής κοινωνίας, που σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου παραμένει μπλοκαρισμένη, βυθισμένη στην υποκρισία και τους πολιτικούς χρωματισμούς, βαθιά διχασμένη και πληγωμένη. Όπως και στο άλλο εξαιρετικό βιβλίο του, "Ομαδικό Πορτρέτο για μία Κυρία", ο Μπελ εξετάζει όλα τα μικρά και φαινομενικά ασήμαντα πράγματα γύρω από τη ζωή της ηρωίδας του, προσεγγίζοντάς την σαν το αντικείμενο ενός ντοκιμαντέρ. Φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες από τη ζωή και την καθημερινότητά της τίθενται κάτω από τα φώτα του προβολέα του Μπελ, που υιοθετεί με την αφήγησή του έναν λόγο ψευδοδημοσιογραφικό, σαν πραγματικά να φτιάχνει ένα ντοκιμαντέρ γύρω από τη ζωή της τρομερά περήφανης, ψυχρής, ερμητικά κλειστής και ώρες-ώρες αψυχολόγητης Κατερίνα. Φυσικά, η μετα-αφηγηματική τεχνική του απλά εντείνει την ειρωνεία της ιστορίας. Και μέσα από τις διάφορες διηγήσεις και τα μικρά ενσταντανέ από τη ζωή της Κατερίνα μαθαίνουμε, ειρήσθω εν παρόδω, και μερικές από τις μεγαλύτερες αλήθειες για τη σύγχρονη Γερμανία. Ένα βαθύτατα ειρωνικό, πανέξυπνο μικρό αριστούργημα, στο οποίο δεσπόζει σαν μπεργκμανική, μαρτυρική, μεταφυσικά σιωπηλή η μορφή της Κατερίνα, προσωποποίηση της αινιγματικής Γερμανίας.

L'Étranger (1942) του Albert Camus


Ελληνιστί: Ο Ξένος

Το κορυφαίο υπαρξιστικό μυθιστόρημα του 20ου αιώνα - παρότι ο "υπαρξισμός" δεν ήταν ένας όρος που αποδεχόταν για τον εαυτό και τη φιλοσοφία του ο Αλμπέρ Καμί - ο "Ξένος" είναι ένα βιβλίο συγκλονιστικό μέσα στο κενό του, τη σιωπή του, την έλλειψη συναισθήματος και διέγερσης, τη νεκρική βουβαμάρα και παγωμάρα του. Ο αινιγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου περιφέρεται, χωρίς διάθεση προβληματισμού και περαιτέρω εμβάθυνσης στα πράγματα, μπλέκεται σε τραγικές καταστάσεις επίσης χωρίς να παρέχει κάποιο σαφές κίνητρο για αυτές και μέχρι το φινάλε του βιβλίου παραμένει απλά... ο "Ξένος". Ο άλλος. Ο Outsider, όπως σωστά μεταφράζεται πολλές φορές στα αγγλικά το βιβλίο, αντί του Stranger - γιατί αυτό είναι περισσότερο από όλα ο Μερσό. Εκτός κοινωνίας, εκτός του ανθρώπινου είδους, εκτός του ίδιου του εαυτού του, μόνιμα μετατεθειμένος κάπου "άλλου", εκτός πάντα και ποτέ εντός. Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί, όπως τιτλοφορείτο μία ταινία των αδελφών Κοέν.

Ο Ξένος, ο Μερσό, φαίνεται να απέχει από τα πάντα. Μόνο ένα μίσος διαφαίνεται κάποια στιγμή στην ψυχή του. Το να τον θεωρήσει κανείς καταθλιπτικό ή συναισθηματικά νεκρό είναι ίσως μία απλούστευση, μία θεώρηση αναδρομική, χρωματισμένη με τη δυτική μας αντίληψη. Ίσως το μόνο που θα μπορούσε να πει κανείς είναι πως είναι ένας άνθρωπος σε υπαρξιακό τέλμα. Συντετριμμένος, ισοπεδωμένος, δεν μετέχει σε τίποτα, δεν μοιράζεται τίποτα, δεν νιώθει τίποτα. Απλά περιφέρεται, προκαλεί καταστάσεις, αλλά δεν είναι ποτέ πραγματικά παρών σε αυτές. Πρόκεται για ένα βιβλίο παγωμένο, που σου μεταδίδει αυτή την αίσθηση του τρομερού, απέραντου κενού στην ψυχή του ήρωα. Σε αυτό άλλωστε συμβάλλει και η γλώσσα του Καμί, ξερή, επίπεδη, κοφτή, απογυμνωμένη από οτιδήποτε περιττό. Ένα βιβλίο υπαρξιακό και ίσως και μηδενιστικό, όσο μηδενιστής φαίνεται να είναι ο ήρωας του - αν θα μπορούσε να τον κατηγοριοποιήσει κανείς έτσι, γεγονός αμφίβολο τελικά.

Θεογονία – Ἔργα καὶ Ἡμέραι – Ἀσπίς Ἡρακλέους – Ἀποσπάσματα του Ησίοδου


Ο Ησίοδος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της αρχαιότητας, αντάξιος του Ομήρου. Μάλιστα, σύμφωνα με την παράδοση οι δύο ποιητές είχαν διαγωνιστεί μεταξύ τους και το έπαθλο είχε κερδίσει ο Ησίοδος. Το προσωπικό μου ενδιαφέρον για τη μυθολογία με ώθησε να ασχοληθώ με τη Θεογονία, το κυριότερο έργο του ποιητή. Διαβάζοντάς το βλέπει κανείς να ξεδιπλώνεται μπροστά του με απαράμιλλη ζωντάνια όλη η αρχή και βάση της πλούσιας ελληνικής μυθολογίας, η γένεση του αρχαιοελληνικού Πάνθεου. Το δεύτερο έργο του, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, ανήκει στην κατηγορία του διδακτικού έπους. Το τελευταίο, Ἀσπίς Ἡρακλέους, περιγράφει τη σύγκρουση του Ηρακλή με τον Κύκνο, γιο του Άρη. Σε αυτή τη σύγκρουση ο γιος του Δία είχε χρησιμοποιήσει για την προστασία του μία θαυμαστή ασπίδα, αληθινό καλλιτέχνημα σμιλεμένο από τα χέρια του Ηφαίστου.

Ο λόγος του Ησιόδου δεν χαρακτηρίζεται από την πλαστικότητα που διακρίνει το λόγο του Ομήρου, όπως τον συναντάμε στα δύο έπη του, Ἰλιάς και Ὀδύσσεια. Παρόλα αυτά, ο Ησίοδος με κέρδισε με την απλότητα του λόγου του, μία απλότητα που ταιριάζει σε εκείνο τον αρχαίο Έλληνα γεωργό-ποιητή. Ειδικά στο έπος του, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, συνειδητοποίησα την ταπεινότητα και μετριοφροσύνη που διακατέχουν τον ποιητή-άνθρωπο, καθώς στο έργο του αυτό δεν κάνει τίποτα άλλο από το να περιγράφει τις γεωργικές εργασίες και να παροτρύνει τους συμπατριώτες του να εργάζονται έντιμα για να απολαμβάνουν τους καρπούς της δουλειάς τους. Όλα αυτά δεν ήταν ξένα προς τον ίδιο, ο οποίος ήταν ένας γεωργός προικισμένος με το χάρισμα του ποιητή.

Το μόνο στοιχείο που ξενίζει τον αναγνώστη του 20ου – 21ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένου και εμού, είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η γυναίκα, ως προσωποποίηση των δεινών του άνδρα (μύθος της Πανδώρας). Εντούτοις, αυτή η «μισογυνική», όπως θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κάποιος, στάση του Ησιόδου, συνιστά απόρροια της γενικότερης νοοτροπίας σχετικά με τη θέση της γυναίκας που δέσποζε εκείνη την εποχή.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Houston, Houston, Do You Read? (1976) της James Tiptree Jr.



Ελληνιστί: Χιούστον, Χιούστον, Με Λαμβάνεις;

Η δυστοπία είναι κατεξήν θεματικός άξονας της επιστημονικής φαντασίας. Σκοτεινοί κόσμοι του μέλλοντος, κοντινού και απώτερου, όπου η κοινωνική δομή έχει με κάποιο τρόπο διαστρεβλωθεί - και ποτέ με ευχάριστο τρόπο. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και αυτή η νουβέλα της Τζέιμς Τίπτρι Τζούνιορ, μία κατάμαυρα αστεία, ειρωνική, μα και σπαρακτική δυστοπία, στην οποία τρεις άντρες αστροναύτες έρχονται σε επαφή με ένα σκάφος γεμάτο με γυναίκες. Εξαρχής γίνεται φανερό ότι υπάρχει κάποιο μυστήριο που περιμένει να λυθεί, αφού οι γυναίκες φαίνονται να κρύβουν κάποιο φοβερό μυστικό από τους άντρες. Και καθώς η νουβέλα προχωράει στην κατάληξή της και το μυστήριο επιτέλους ξεδιαλύνεται, ο αναγνώστης μένει παγωμένος - ακριβώς το συναίσθημα που θα ήθελε να προκαλέσει η Τίπτρι Τζούνιορ.

Πρόκειται για μία μάλλον φεμινιστική νουβέλα επιστημονικής φαντασίας, όπου η Τίπτρι Τζούνιορ - γνωστή για τον σκοτεινό χαρακτήρα των ιστορίων της - δείχνει τους τρεις πρωταγωνιστές να αναλίσκονται σε συμπεριφορές φαλλοκρατικές, ανόητες, υπεροπτικές, μέσα στην αγωνία τους να καταλάβουν τι συμβαίνει, ελπίζοντας να βγάλουν μία άκρη με το να αρπαχτούν από τους ρόλους και τις στάσεις που θεωρούν ως αρμόζουσες για το φύλο τους. Ταυτόχρονα, οι αλλόκοτα ψυχρές και συνάμα παραξενεμένες γυναίκες παρατηρούν, σχεδόν με επιστημονική περιέργεια, τη συμπεριφορά των τριών ανδρών. Και όλα αυτά στο εσωτερικού ενός παγωμένου, κλειστοφοβικού σκάφους. Η Τίπτρι δεν προσφέρει εύκολες λύσεις ούτε παίρνει κάποια θέση στην αιώνια μάχη των δύο φύλων. Η δυστοπία της είναι απλά ο δικός της ανησυχητικός, τρομακτικός, απάνθρωπος τρόπος της να μας καταδείξει τους παραλογισμούς και τη στενομυαλιά των φύλων και του ανθρώπου γενικότερα.

Tess of the d'Urbervilles (1891) του Thomas Hardy



Ελληνιστί: Τες ντ'Αρμπερβίλ

Το θέμα της ηθικής "πτώσης" μιας γυναίκας, του "ξεπεσμού" της, της απώλειας της αρετής της (δηλαδή της παρθενίας της εκτός γάμου) υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλές στους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα, αλλά και παλαιότερα ακόμα. Βιβλία όπως η "Κλαρίσα" και "Πάμελα" του Σάμιουελ Ρίτσαρντσον ασχολούνται με το θέμα αυτό, τον αγώνα νεαρών κοριτσιών να κρατήσουν την τιμή τους την οποία απειλούν να σπιλώσουν διάφοροι επιτήδειοι δανδήδες-αποπλανητές. Η απειλή της σπίλωσης της παρθενικής τιμής φαίνεται να κρέμεται πάνω από όλα τα σημαντικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, όπως για παράδειγμα στο "Λογική και Ευαισθησία", όπου η Μάριαν κυριολεκτικά σώζεται από μία τέτοια "τραγωδία" την τελευταία στιγμή. Αντιστρόφως, ο δαιμονικός Μαρκήσιος ντε Σαντ έσπευσε να διαπαρωδήσει τέτοιες ιστορίες απώλειας παρθενικής "χάρης" με βιβλία όπως το σκανδαλιστικό "Ζυστίν", όπου η κεντρική ηρωίδα, με κωμικά σαδιστικό τρόπο, χάνει επανειλημμένα κάθε "τιμή" της μέσα από εξωπραγματικές καταστάσεις.

Το θέμα αυτό είναι και το κυρίαρχο στο μυθιστόρημα αυτό του Χάρντι, που φέρει μάλιστα τον υπότιτλο "Μια Αγνή Γυναίκα Παρουσιάζεται Πιστά", που εξιστορεί τις περιπέτειες της νεαρής, αφελούς, αθώας Τες που χάνει την τιμή της όταν βιάζεται από τον εργοδότη της, γεγονός που επισφραγίζει τη ζωή της κατά τρόπο τραγικό και μοιραίο, προκαλώντας μία σειρά από αλυσιδωτές καταστάσεις. Ο Χάρντι αντιμετωπίζει με τρυφερότητα, συμπόνοια και αγάπη τη βασανισμένη ηρωίδα του, ακόμα μία σε μία σειρά από παρομοίως βασανισμένες, εξαχρειωμένες φιγούρες της λογοτεχνίας. Ωστόσο, η Τες είναι ένα πλάσμα που ξεφεύγει κάπως από τις μοιρολατρικές, παθητικές φιγούρες των βεβηλωμένων δεσποσυνών. Σε καίρια σημεία του βιβλίου, η Τες παίρνει τη μοίρα της στα χέρια της και η περηφάνια της την ωθεί σε δραστικές αποφάσεις. Η προκλητικότητα του θέματος και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται το υλικό του και την ηρωίδα του ο Χάρντι προκάλεσαν αντιδράσεις από τα συντηρητικά στρώματα της εποχής - πράγμα που συνέβη με αρκετά μυθιστορήματα του συγγραφέα. Η υπέροχη, λυρική γλώσσα του Χάρντι ανυψώνει την ιστορία, που ακολουθεί την πλοκή αρχαίας τραγωδίας - μόνο που το σκηνικό εδώ είναι τα καταπράσινα δάση του Ουέσεξ.