Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Blasted (1995) της Sarah Kane


Το σοκ που είχε προκαλέσει το συγκεκριμένο έργο όταν πρωτοανέβηκε δεκαέξι χρόνια πριν δεν είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό. Πρόκειται για ένα έργο πρωτοφανούς βίας, λεκτικής και ακόμα περισσότερο σωματικής, έργο ωμό και σκληρό σε βαθμό απερίγραπτο και ίσως και ανεπανάληπτο. Βαδίζοντας από τη μια πάνω στην αγγλική θεατρική παράδοση της ωμότητας επί σκηνής (ορισμένα έργα του Σαίξπηρ, αλλά ακόμα περισσότερο τα αιμοσταγή, γεμάτα ακρωτηριασμούς και βίαιους φόνους έργα των συγχρόνων του κατά την ελισαβετιανή και ιακωβιανή εποχή) και από την άλλη έχοντας επιρροές από το θέατρου του Παραλόγου - όπως και στο θέατρο του Μπέκετ οι χαρακτήρες της είναι αποδιαρθρωμένοι και τεμαχισμένοι γλωσσικά, ανίκανοι να επικοινωνήσουν με ολόκληρες, απόλυτα ταιριαστές φράσεις - η Κέιν εγκαινίασε με αυτό το έργο μία ολόκληρη νέα σκηνή, το σπουδαιότερο πράγμα που βγήκε από το θέατρο των 90s: το διαβόητο In-Yer-Face-Theatre.

Η συγκεκριμένη θεατρική σχολή, που κυριότεροι εκφραστές του είναι η Κέιν και ο Μαρκ Ρέιβενχιλ, στοχεύει στο να κινητοποιήσει τον θεατή και να τον ταράξει, να τον συγκλονίσει, να κρατήσει το ενδιαφέρον του, με το να τον βομβαρδίσει με αλλεπάλληλες σκηνές βίας, όλων των ειδών, σκηνές ωμότητας, φρικαλεότητας, απανθρωπιάς. Κυριολεκτικά ένα θέατρο "μέσα στα μούτρα σου", όπου κανείς, ούτε και ο πιο απαθής και νυσταλέος, επαναπαυμένος θεατής, δεν μπορεί να ξεφύγει. Είναι ένα θέατρο τρομερά προκλητικό και επιτηδευμένα σοκαριστικό, που απαιτεί - και έχει πάντα - την προσοχή του θεατή. Ωστόσο, αυτή η προκλητικότητά του τροφοδότησε εύλογα και αρνητικές αντιδράσεις, αφού πολύ εξέλαβαν τη σκληρότητα των έργων της Κέιν σαν μία εφηβική προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή με φτηνά κόλπα, με ωμό σεξ και βία, προκειμένου να δημιουργήσει πάταγο. Όσοι το πίστεψαν αυτό, στην πορεία παραδέχτηκαν το λάθος τους και αναθεώρησαν. Γιατί το θέατρο της Κέιν δεν είναι "βία για τη βία". Τα έργα της έχουν μήνυμα βαθύ, που χτυπά κατευθείαν στην ψυχή. Και η βία, αν και πανταχού πληρούσα, δεν είναι ποτέ ωραιοποιημένη και καρτουνίστικη, όπως π.χ. στον κινηματογράφο, αλλά απογυμνωμένη, αφτιασίδωτη, δείχνοντας το πραγματικό, απωθητικό πρόσωπό της.

Η δράση του έργου αυτού - του παρθενικού για την Κέιν - εκτυλίσσεται σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, όπου μένει ένα ζευγάρι εραστών. Αυτό που αρχικά μοιάζει με τυπικό δράμα δωματίου-χαρακτήρων, μετατρέπεται στην πορεία σε ένα έργο-βόμβα (κυριολεκτικά και μεταφορικά), με την Κέιν να κάνει μία συγκλονιστική κατάθεση γύρω από τη φύση της βίας και της εξουσίας, επηρεασμένη μάλιστα από τον τότε επίκαιρο πόλεμο της Βοσνίας. Οι ήρωες σταδιακά αποκτηνώνονται, αγριεύουν, χάνουν την αξιοπρέπεια, την ηθική ή σωματική ακεραιότητά τους, καταρρακώνονται, κατακερματίζονται σε μια πιο εφιαλτική εκδοχή της μπεκετικής αποδόμησης. Ένα έργο της αγριότητας, ένα έργο που κυριολεκτικά εκρήγνυται πάνω σου σαν βόμβα. Ένα έργο που άλλαξε τον ρου της σύγχρονης δραματουργίας. Το έργο που ταρακούνησε από τον λήθαργό του τον καλοβολεμένο, αποχαυνωμένο δυτικό κόσμο.

Great Expectations (1861) του Charles Dickens


Ελληνιστί: Μεγάλες Προσδοκίες

Είναι μερικά βιβλία για τα οποία πτοείσαι όταν πρέπει να γράψεις ακόμα έστω και δύο παραγράφους εντυπώσεων - βιβλία για τα οποία αναρωτιέσαι αν έχει καν νόημα να προσθέσεις τις μια-δυο ανούσιες σκέψεις σου, τη στιγμή που τόμοι ολόκληροι έχουν γραφτεί για αυτά και τα έχουν εξετάσει από κάθε πιθανή σκοπιά. Βιβλία όπως οι "Άθλιοι" του Ουγκό ή το παρόν μυθιστόρημα του Τσαρλς Ντίκενς. Ένα βιβλίο-κολοσσός, μυθικό σχεδόν, για τα οποία έχουν γραφτεί και λεχθεί τα πάντα, με αποτέλεσμα όταν καλείται κανείς να καταθέσει δυο σχετικά λόγια σε ένα blog, να αναρωτιέται εύλογα αν αξίζει καν να αγγίξει το θέμα ή αν πρέπει να προσπεράσει. Γιατί τι παραπάνω να πει κανείς για ένα χιλιομελετημένο, κλασικό, larger-than-life έργο σαν αυτό που να μην ακουστεί τετριμμένο, κλισέ, χιλιοειπωμένο, περιττό;

Ωστόσο, και πέφτοντας στην παγίδα να ακουστώ needlessy completist, στόχος αυτού του blog είναι να δίνει μία σύντομη εντύπωση έργων που διαβάζουμε εγώ και οι λοιποί συμμετέχοντες, χωρίς διακρίσεις σε σχέση με το είδος ή την ποιότητά τους. Το ενδιαφέρον άλλωστε έγκειται στο ότι δίπλα-δίπλα μπορεί να βρίσκονται αναρτήσεις για πολύ διαφορετικά πράγματα, από κλασικά έργα όπως η "Ιλιάδα", όπου επίσης διστάζει κανείς να τα προσεγγίσει από φόβο μήπως ακουστεί υπερβολικά ακαδημαϊκός και φορμαλιστικός, μέχρι αμφιλεγόμενα, σοκαριστικά για ορισμένους κείμενα όπως αυτά του ντε Σαντ, μέχρι και σύγχρονη "low" λογοτεχνία, παραφιλολογία είδους όπως τα αστυνομικά του Τζέιμς Πάτερσον. Θεωρώ πως κανένα έργο και κανείς συγγραφέας δεν αξίζει να περιφρονείται και να αποκλείεται από μία σύντομη αλλά ισότιμη πάντα προσέγγιση, για χάρη ενός ανόητου και άσκοπου ελιτισμού. Βγαίνω όμως εκτός θέματος και αυτή η ανάρτηση κινδυνεύει να ενδυθεί τη μορφή της έκθεσης ιδεών, το τελευταίο που θα ήθελα.

Οι "Μεγάλες Προσδοκίες" είναι απλά το απόλυτο coming-of-age story, ο ορισμός του coming-of-age. Το ημιαυτοβιογραφικό έργο του Ντίκενς εξετάζει τα παιδικά, εφηβικά και κατόπιν πρώτα νεανικά χρόνια του Φίλιπ Πίριπ ή αλλιώς Πιπ, μέχρι και τα εικοσιεπτά του χρόνια. Παρά την αθωότητα, τη δροσιά και τη νεανικότητα του πρώτου μισού ιδίως του βιβλίου, είναι ένα εξαιρετικά σκοτεινό μυθιστόρημα - η σκοτεινιά, άλλωστε, ανθρώπων και καταστάσεων, είναι ορατή σε πολλά έργα του μέγιστου συγγραφέα. Αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι ένα success story, για τον φτωχό Πιπ που ξεφεύγει από τη μοίρα της πενίας του και του ανοίγονται πόρτες στη μεγάλη πόλη, είναι στην πραγματικότητα ένα σκοτεινό χρονικό ενηλικίωσης, φιλοδοξίας και μάχης με τον αρνητικό εαυτό μας και τη διαφθορά - μία απόλυτα επίκαιρη ιστορία για τον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο και τις κατεξοχήν πολύ μεγάλες, ενίοτε καταστροφικές προσδοκίες του. Το ταξίδι του Πιπ προς την ενηλικίωση περνάει μέσα από συχνά αντιπαθητικές ή εχθρικές φιγούρες - για εμένα το καλύτερο στοιχείο της ιστορίας - όλες τους αξέχαστες, από την γκροτέσκα Μις Χάβισαμ και την παγωμένη, ακατάδεκτη Εστέλα, μέχρι τον απειλητικό Όρλικ και τη νευρωτική αδελφή του Πιπ. Ταυτόχρονα, το βιβλίο περιέχει όλο τον γνωστό ντικενσιανό κοινωνικό σχολιασμό, αποκαλύπτοντας, ως κατεξοχήν ρεαλιστικό μυθιστόρημα, τη νέα ταξική και κοινωνική πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται στην Αγγλία των 1860s. Ο Ντίκενς δεν προσφέρει εύκολες λύσεις, ούτε ηρωοποιεί τον συμπαθή Πιπ, χαρίζοντάς του αδυναμίες και διλήμματα, που τον καθιστούν έναν από τους πρώτους γνήσια ρεαλιστικούς, τρισδιάστατους πρωταγωνιστές της πεζογραφίας. Βιβλίο-σταθμός.

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Die verlorene Ehre der Katharina Blum (1974) του Heinrich Böll


Ελληνιστί: Η Χαμένη Τιμή της Κατερίνα Μπλουμ

Από τους κορυφαίους σύγχρονους Γερμανούς πεζογράφους, ο Νομπελίστας Χάινριχ Μπελ έχει παραδώσει έργα-τοιχογραφίες της μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνίας, μίας κοινωνίας σακαταμένης ψυχικά και οργανικά μετά το τραύμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μίας κοινωνίας στην οποία βασιλεύει η πείνα, η καχυποψία, η ενοχή, ο διχασμός που επέτεινε η διχοτόμηση της χώρας. Σε αυτό εδώ το βιβλίο του, το γνωστότερό του ίσως, ο Μπελ σκιαγραφεί ακόμα ένα ψυχογράφημα-μικρογραφία της γερμανικής κοινωνίας μετά τον πόλεμο, στήνοντας ταυτόχρονα μία απολαυστική ιστορία γύρω από την παντοδυναμία των μέσων και τη διαστρέβλωση της αλήθειας.

Η ιστορία διαβάζεται και ως αστυνομικό μυστήριο από την ανάποδη - εδώ, το ενδιαφέρον δεν έγκειται στο ποιος σκότωσε τον δημοσιογράφο, που άλλωστε διασαφηνίζεται από την πρώτη σελίδα, αλλά το γιατί έγινε αυτό, και κυρίως στις περιρρέουσες συνθήκες του φόνου. Άλλωστε, όλα είναι πρόσχημα για τον Μπελ προκειμένου να βάλει κάτω από το μικροσκόπιό του όλες τις τρομακτικές αντιφάσεις της γερμανικής κοινωνίας, που σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου παραμένει μπλοκαρισμένη, βυθισμένη στην υποκρισία και τους πολιτικούς χρωματισμούς, βαθιά διχασμένη και πληγωμένη. Όπως και στο άλλο εξαιρετικό βιβλίο του, "Ομαδικό Πορτρέτο για μία Κυρία", ο Μπελ εξετάζει όλα τα μικρά και φαινομενικά ασήμαντα πράγματα γύρω από τη ζωή της ηρωίδας του, προσεγγίζοντάς την σαν το αντικείμενο ενός ντοκιμαντέρ. Φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες από τη ζωή και την καθημερινότητά της τίθενται κάτω από τα φώτα του προβολέα του Μπελ, που υιοθετεί με την αφήγησή του έναν λόγο ψευδοδημοσιογραφικό, σαν πραγματικά να φτιάχνει ένα ντοκιμαντέρ γύρω από τη ζωή της τρομερά περήφανης, ψυχρής, ερμητικά κλειστής και ώρες-ώρες αψυχολόγητης Κατερίνα. Φυσικά, η μετα-αφηγηματική τεχνική του απλά εντείνει την ειρωνεία της ιστορίας. Και μέσα από τις διάφορες διηγήσεις και τα μικρά ενσταντανέ από τη ζωή της Κατερίνα μαθαίνουμε, ειρήσθω εν παρόδω, και μερικές από τις μεγαλύτερες αλήθειες για τη σύγχρονη Γερμανία. Ένα βαθύτατα ειρωνικό, πανέξυπνο μικρό αριστούργημα, στο οποίο δεσπόζει σαν μπεργκμανική, μαρτυρική, μεταφυσικά σιωπηλή η μορφή της Κατερίνα, προσωποποίηση της αινιγματικής Γερμανίας.

L'Étranger (1942) του Albert Camus


Ελληνιστί: Ο Ξένος

Το κορυφαίο υπαρξιστικό μυθιστόρημα του 20ου αιώνα - παρότι ο "υπαρξισμός" δεν ήταν ένας όρος που αποδεχόταν για τον εαυτό και τη φιλοσοφία του ο Αλμπέρ Καμί - ο "Ξένος" είναι ένα βιβλίο συγκλονιστικό μέσα στο κενό του, τη σιωπή του, την έλλειψη συναισθήματος και διέγερσης, τη νεκρική βουβαμάρα και παγωμάρα του. Ο αινιγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου περιφέρεται, χωρίς διάθεση προβληματισμού και περαιτέρω εμβάθυνσης στα πράγματα, μπλέκεται σε τραγικές καταστάσεις επίσης χωρίς να παρέχει κάποιο σαφές κίνητρο για αυτές και μέχρι το φινάλε του βιβλίου παραμένει απλά... ο "Ξένος". Ο άλλος. Ο Outsider, όπως σωστά μεταφράζεται πολλές φορές στα αγγλικά το βιβλίο, αντί του Stranger - γιατί αυτό είναι περισσότερο από όλα ο Μερσό. Εκτός κοινωνίας, εκτός του ανθρώπινου είδους, εκτός του ίδιου του εαυτού του, μόνιμα μετατεθειμένος κάπου "άλλου", εκτός πάντα και ποτέ εντός. Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί, όπως τιτλοφορείτο μία ταινία των αδελφών Κοέν.

Ο Ξένος, ο Μερσό, φαίνεται να απέχει από τα πάντα. Μόνο ένα μίσος διαφαίνεται κάποια στιγμή στην ψυχή του. Το να τον θεωρήσει κανείς καταθλιπτικό ή συναισθηματικά νεκρό είναι ίσως μία απλούστευση, μία θεώρηση αναδρομική, χρωματισμένη με τη δυτική μας αντίληψη. Ίσως το μόνο που θα μπορούσε να πει κανείς είναι πως είναι ένας άνθρωπος σε υπαρξιακό τέλμα. Συντετριμμένος, ισοπεδωμένος, δεν μετέχει σε τίποτα, δεν μοιράζεται τίποτα, δεν νιώθει τίποτα. Απλά περιφέρεται, προκαλεί καταστάσεις, αλλά δεν είναι ποτέ πραγματικά παρών σε αυτές. Πρόκεται για ένα βιβλίο παγωμένο, που σου μεταδίδει αυτή την αίσθηση του τρομερού, απέραντου κενού στην ψυχή του ήρωα. Σε αυτό άλλωστε συμβάλλει και η γλώσσα του Καμί, ξερή, επίπεδη, κοφτή, απογυμνωμένη από οτιδήποτε περιττό. Ένα βιβλίο υπαρξιακό και ίσως και μηδενιστικό, όσο μηδενιστής φαίνεται να είναι ο ήρωας του - αν θα μπορούσε να τον κατηγοριοποιήσει κανείς έτσι, γεγονός αμφίβολο τελικά.

Θεογονία – Ἔργα καὶ Ἡμέραι – Ἀσπίς Ἡρακλέους – Ἀποσπάσματα του Ησίοδου


Ο Ησίοδος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της αρχαιότητας, αντάξιος του Ομήρου. Μάλιστα, σύμφωνα με την παράδοση οι δύο ποιητές είχαν διαγωνιστεί μεταξύ τους και το έπαθλο είχε κερδίσει ο Ησίοδος. Το προσωπικό μου ενδιαφέρον για τη μυθολογία με ώθησε να ασχοληθώ με τη Θεογονία, το κυριότερο έργο του ποιητή. Διαβάζοντάς το βλέπει κανείς να ξεδιπλώνεται μπροστά του με απαράμιλλη ζωντάνια όλη η αρχή και βάση της πλούσιας ελληνικής μυθολογίας, η γένεση του αρχαιοελληνικού Πάνθεου. Το δεύτερο έργο του, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, ανήκει στην κατηγορία του διδακτικού έπους. Το τελευταίο, Ἀσπίς Ἡρακλέους, περιγράφει τη σύγκρουση του Ηρακλή με τον Κύκνο, γιο του Άρη. Σε αυτή τη σύγκρουση ο γιος του Δία είχε χρησιμοποιήσει για την προστασία του μία θαυμαστή ασπίδα, αληθινό καλλιτέχνημα σμιλεμένο από τα χέρια του Ηφαίστου.

Ο λόγος του Ησιόδου δεν χαρακτηρίζεται από την πλαστικότητα που διακρίνει το λόγο του Ομήρου, όπως τον συναντάμε στα δύο έπη του, Ἰλιάς και Ὀδύσσεια. Παρόλα αυτά, ο Ησίοδος με κέρδισε με την απλότητα του λόγου του, μία απλότητα που ταιριάζει σε εκείνο τον αρχαίο Έλληνα γεωργό-ποιητή. Ειδικά στο έπος του, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, συνειδητοποίησα την ταπεινότητα και μετριοφροσύνη που διακατέχουν τον ποιητή-άνθρωπο, καθώς στο έργο του αυτό δεν κάνει τίποτα άλλο από το να περιγράφει τις γεωργικές εργασίες και να παροτρύνει τους συμπατριώτες του να εργάζονται έντιμα για να απολαμβάνουν τους καρπούς της δουλειάς τους. Όλα αυτά δεν ήταν ξένα προς τον ίδιο, ο οποίος ήταν ένας γεωργός προικισμένος με το χάρισμα του ποιητή.

Το μόνο στοιχείο που ξενίζει τον αναγνώστη του 20ου – 21ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένου και εμού, είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η γυναίκα, ως προσωποποίηση των δεινών του άνδρα (μύθος της Πανδώρας). Εντούτοις, αυτή η «μισογυνική», όπως θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κάποιος, στάση του Ησιόδου, συνιστά απόρροια της γενικότερης νοοτροπίας σχετικά με τη θέση της γυναίκας που δέσποζε εκείνη την εποχή.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Houston, Houston, Do You Read? (1976) της James Tiptree Jr.



Ελληνιστί: Χιούστον, Χιούστον, Με Λαμβάνεις;

Η δυστοπία είναι κατεξήν θεματικός άξονας της επιστημονικής φαντασίας. Σκοτεινοί κόσμοι του μέλλοντος, κοντινού και απώτερου, όπου η κοινωνική δομή έχει με κάποιο τρόπο διαστρεβλωθεί - και ποτέ με ευχάριστο τρόπο. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και αυτή η νουβέλα της Τζέιμς Τίπτρι Τζούνιορ, μία κατάμαυρα αστεία, ειρωνική, μα και σπαρακτική δυστοπία, στην οποία τρεις άντρες αστροναύτες έρχονται σε επαφή με ένα σκάφος γεμάτο με γυναίκες. Εξαρχής γίνεται φανερό ότι υπάρχει κάποιο μυστήριο που περιμένει να λυθεί, αφού οι γυναίκες φαίνονται να κρύβουν κάποιο φοβερό μυστικό από τους άντρες. Και καθώς η νουβέλα προχωράει στην κατάληξή της και το μυστήριο επιτέλους ξεδιαλύνεται, ο αναγνώστης μένει παγωμένος - ακριβώς το συναίσθημα που θα ήθελε να προκαλέσει η Τίπτρι Τζούνιορ.

Πρόκειται για μία μάλλον φεμινιστική νουβέλα επιστημονικής φαντασίας, όπου η Τίπτρι Τζούνιορ - γνωστή για τον σκοτεινό χαρακτήρα των ιστορίων της - δείχνει τους τρεις πρωταγωνιστές να αναλίσκονται σε συμπεριφορές φαλλοκρατικές, ανόητες, υπεροπτικές, μέσα στην αγωνία τους να καταλάβουν τι συμβαίνει, ελπίζοντας να βγάλουν μία άκρη με το να αρπαχτούν από τους ρόλους και τις στάσεις που θεωρούν ως αρμόζουσες για το φύλο τους. Ταυτόχρονα, οι αλλόκοτα ψυχρές και συνάμα παραξενεμένες γυναίκες παρατηρούν, σχεδόν με επιστημονική περιέργεια, τη συμπεριφορά των τριών ανδρών. Και όλα αυτά στο εσωτερικού ενός παγωμένου, κλειστοφοβικού σκάφους. Η Τίπτρι δεν προσφέρει εύκολες λύσεις ούτε παίρνει κάποια θέση στην αιώνια μάχη των δύο φύλων. Η δυστοπία της είναι απλά ο δικός της ανησυχητικός, τρομακτικός, απάνθρωπος τρόπος της να μας καταδείξει τους παραλογισμούς και τη στενομυαλιά των φύλων και του ανθρώπου γενικότερα.

Tess of the d'Urbervilles (1891) του Thomas Hardy



Ελληνιστί: Τες ντ'Αρμπερβίλ

Το θέμα της ηθικής "πτώσης" μιας γυναίκας, του "ξεπεσμού" της, της απώλειας της αρετής της (δηλαδή της παρθενίας της εκτός γάμου) υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλές στους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα, αλλά και παλαιότερα ακόμα. Βιβλία όπως η "Κλαρίσα" και "Πάμελα" του Σάμιουελ Ρίτσαρντσον ασχολούνται με το θέμα αυτό, τον αγώνα νεαρών κοριτσιών να κρατήσουν την τιμή τους την οποία απειλούν να σπιλώσουν διάφοροι επιτήδειοι δανδήδες-αποπλανητές. Η απειλή της σπίλωσης της παρθενικής τιμής φαίνεται να κρέμεται πάνω από όλα τα σημαντικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, όπως για παράδειγμα στο "Λογική και Ευαισθησία", όπου η Μάριαν κυριολεκτικά σώζεται από μία τέτοια "τραγωδία" την τελευταία στιγμή. Αντιστρόφως, ο δαιμονικός Μαρκήσιος ντε Σαντ έσπευσε να διαπαρωδήσει τέτοιες ιστορίες απώλειας παρθενικής "χάρης" με βιβλία όπως το σκανδαλιστικό "Ζυστίν", όπου η κεντρική ηρωίδα, με κωμικά σαδιστικό τρόπο, χάνει επανειλημμένα κάθε "τιμή" της μέσα από εξωπραγματικές καταστάσεις.

Το θέμα αυτό είναι και το κυρίαρχο στο μυθιστόρημα αυτό του Χάρντι, που φέρει μάλιστα τον υπότιτλο "Μια Αγνή Γυναίκα Παρουσιάζεται Πιστά", που εξιστορεί τις περιπέτειες της νεαρής, αφελούς, αθώας Τες που χάνει την τιμή της όταν βιάζεται από τον εργοδότη της, γεγονός που επισφραγίζει τη ζωή της κατά τρόπο τραγικό και μοιραίο, προκαλώντας μία σειρά από αλυσιδωτές καταστάσεις. Ο Χάρντι αντιμετωπίζει με τρυφερότητα, συμπόνοια και αγάπη τη βασανισμένη ηρωίδα του, ακόμα μία σε μία σειρά από παρομοίως βασανισμένες, εξαχρειωμένες φιγούρες της λογοτεχνίας. Ωστόσο, η Τες είναι ένα πλάσμα που ξεφεύγει κάπως από τις μοιρολατρικές, παθητικές φιγούρες των βεβηλωμένων δεσποσυνών. Σε καίρια σημεία του βιβλίου, η Τες παίρνει τη μοίρα της στα χέρια της και η περηφάνια της την ωθεί σε δραστικές αποφάσεις. Η προκλητικότητα του θέματος και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται το υλικό του και την ηρωίδα του ο Χάρντι προκάλεσαν αντιδράσεις από τα συντηρητικά στρώματα της εποχής - πράγμα που συνέβη με αρκετά μυθιστορήματα του συγγραφέα. Η υπέροχη, λυρική γλώσσα του Χάρντι ανυψώνει την ιστορία, που ακολουθεί την πλοκή αρχαίας τραγωδίας - μόνο που το σκηνικό εδώ είναι τα καταπράσινα δάση του Ουέσεξ.

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

The Rules of Attraction (1987) του Bret Easton Ellis



Ελληνιστί: Οι Νόμοι της Έλξης

Από τους κυριότερους εκφραστές της αποκαλούμενης "Γενιάς Χ" (Generation X), ο Έλις υπήρξε από τους πρώτους συγγραφείς που απεικόνισαν στη λογοτεχνία τις αναζητήσεις αυτής της γενιάς - ή μάλλον τις μη αναζητήσεις της. Γιατί αυτό φαίνεται να είναι το κύριο χαρακτηριστικό που αναδεικνύεται από τα βιβλία του Έλις ως προς τη γενιά που περιγράφει, τους συνομηλίκους του (ο Έλις ήταν 23 τη χρονιά που εκδόθηκαν "Οι Νόμοι της Έλξης"): ότι δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για τίποτα ιδιαίτερα. Η γενιά που ακολούθησε μετά τους Baby Boomers, τη γενιά των εκζητήσεων, των επαναστάσεων, του ιδεαλισμού και όλων των μεγάλων -ισμών γενικότερα, έχει απορρίψει όλους τους -ισμούς πλην ενός: του μηδενισμού.

Ο Έλις επικεντρώνεται σε μία μεσοαστική και μεγαλοαστική τάξη Αμερικανών φοιτητών κολεγίου προκειμένου να αποδώσει επιτυχώς όλο το κενό, το τίποτα, την ανυπαρξία ενδιαφερόντων που διέπουν τη Γενιά Χ, που εκ προοιμίου φαίνεται να έχει καταβαραθρώσει τα πάντα και πελαγοδρομεί σε μία ατέρμονη υπαρξιακή βαρεμάρα, μία απόλυτη αποτελμάτωση. Οι χαρακτήρες του βιβλίου έρχονται και πηγαίνουν, όμως ποτέ δεν φαίνεται να κινούνται από κίνητρα βαθύτερα από επιφανειακές εντυπώσεις. Η "ρηχότητα" του γραψίματος του Έλις είναι βέβαια επιτηδευμένη και χαρακτηριστική του ύφους του. Σαν επίγονος του Σάλιντζερ, ο Έλις χρησιμοποιεί μία γλώσσα όλο ειρωνεία και σαρκαστικό χιούμορ, υπονομεύοντας τους πάντες και τα πάντα. Πρόκειται, βεβαίως, για ένα βαθύτατα μεταμοντέρνο βιβλίο, θραυσματικό σε όλα του: η αφήγηση εναλλάσσεται συνεχώς μεταξύ των τριών βασικών πρωταγωνιστών (και ενίοτε παρεμβάλλονται ορισμένοι μικρότεροι χαρακτήρες), αλλά παραμένουμε εξίσου παγεροί και αναποφάσιστοι απέναντί τους και απέναντι στις αποφάσεις τους στο τέλος του βιβλίου, όσο ήμαστε και στην αρχή που τους πρωτογνωρίζαμε. Ακόμα και ο ειρμός της αφήγησης είναι μεταμοντέρνος: το βιβλίο ξεκινάει στη μέση μιας φράσης και τελειώνει με μία ημιτελή φράση, δίνοντας επίτηδες μία αίσθηση κυκλική και συγχρόνως ανολοκλήρωτη. Οι αφηγήσεις των ηρώων τρέχουν με ένα ρυθμό μονότονο, αποσπασματικό, καθώς εστιάζουν σε απίστευτα ρηχές, επιφανειακές παρατηρήσεις, με την ουσία των πραγμάτων να ξεγλιστράει συνεχώς, επανειλημμένα, μέσα από τα δάχτυλά τους.

Η παγερή, επίπεδη ρηχότητα των ηρώων και των καταστάσεων (όπως και του παντελώς κενού ηδονιστικού lifestyle τους που καταδεικνύει το υπαρξιακό κενό που βιώνουν) μεταδίδεται βεβαίως στον αναγνώστη, όπως είναι και η πρόθεση του Έλις. Όμως, το απόλυτα κυνικό χιούμορ του συγγραφέα μεταμορφώνει την ιστορία σε απολαυστικό ανάγνωσμα από ένα εν δυνάμει μίζερο στόρι αποξενωμένων μετεφήβων. Ο Έλις ειρωνεύεται αμείλικτα τα πάντα και κυρίως - όπως φανερώνει και ο τίτλος - τους κανόνες της έλξης και του έρωτα. Το ερωτικό τρίγωνο της ιστορίας διαμορφώνεται μέσα από μία σειρά από άνευ νοήματος συμπτώσεις και διαλύεται με παρόμοιο τρόπο. Ο κάθε χαρακτήρας συμπεριφέρεται αυτιστικά στις ερωτικές σχέσεις τους καθώς το πραγματικό αντικείμενο του πόθου για τον καθένα, ο μεγάλος έρωτας του καθένα (συνήθως εντελώς διαφορετικός από την εξιδανικευμένη εικόνα που έχουν πλάσει) δεν ταυτίζεται πάντα με τον σύντροφο που έχουν στο πλάι τους, που απλά ικανοποιεί την ανία τους ή την ανάγκη για λίγο περιστασιακό σεξ. Η εναλλαγή των αφηγήσεων, που αποκαλύπτει τις πλάνες και εθελοτυφλίες στις οποίες πέφτουν αυτοί που ερωτεύονται και η συνεχής παρερμηνεία κάθε χειρονομίας, ιδωμένη από την οπτική γωνία του κάθε εμπλεκομένου στην ιστορία, προκαλούν γέλιο, αν και ενίοτε πικρό. Είναι το απόλυτα κυνικό, μηδενιστικό βιβλίο για τον έρωτα. Ένα βιβλίο-ορόσημο για τη Γενιά Χ.

La Casa de los Espíritus (1982) της Isabel Allende


Ελληνιστί: Το Σπίτι των Πνευμάτων

Υπόδειγμα μαγικού ρεαλισμού, το παρθενικό μυθιστόρημα της Ιζαμπέλ Αλιέντε ακολουθεί την ιστορία μίας οικογένειας στη Χιλή, από τις πρώτες δεκαετίες του 20υ αιώνα, μέχρι και τη δεκαετία του '70 - μία ταραχώδης, τρικυμιώδης πορεία που περνά μέσα από έρωτες, μίση, πάθη, σκάνδαλα, πολιτικές αναταράξεις, μεταφυσικά γεγονότα και απροσδόκητα συμβάντα.

Αν και η άνωθι περιγραφή φαίνεται να υποβιβάζει το μυθιστόρημα σε σαπουνόπερα, κάθε άλλο παρά αυτό είναι. Με την πανέμορφη, γεμάτη αισθησιασμό γλώσσα της, που διαπνέεται τόσο από σεβασμό για τα μυστήρια και τους θρύλους της χώρας της, όσο και από οργή για τα όσα υπέφερε η Χιλή το 1973, η Αλιέντε παραδίδει ένα έργο-τοιχογραφία της χιλιοβασανισμένης πατρίδας της, βουτηγμένο στο αίμα, τον έρωτα, τα μαγικά βότανα, τις άγριες χειρονομίες και τις αιθέριες υπάρξεις. Η μεγάλη δύναμη του βιβλίου εντοπίζεται στους θαυμάσιους χαρακτήρες, όλοι τους έντονες, δραματικές φιγούρες που άγονται και φέρονται από τα πάθη τους ή τα εσωτερικά τους μυστήρια. Είναι βέβαια οι γυναίκες, οι γυναικείοι χαρακτήρες που αποτελούν το συναισθηματικό κέντρο των καταστάσεων και στις οποίες χαρίζει τα ωραιότερα κομμάτια του βιβλίου η Αλιέντε - στην εισαγωγή, αφιερώνει το βιβλίο σε γυναίκες. Ενώ οι άντρες του βιβλίου περιορίζονται σε ρόλους δυναστών ή εραστών (και μερικές φορές επαναστατών), οι γυναίκες περιφέρονται, σαν νεράιδες, άγγελοι, αγίες, μύστες ή μάρτυρες, και διαμορφώνουν τη συναισθηματική, μεταφυσική, ασυνείδητη δράση του έργου. Και καταφέρνουν τον σκοπό τους: σε στοιχειώνουν. Αν και ολόκληρη η εποποιία της οικογένειας Τρουέμπα μένει μαζί σου όταν τελειώνει το έργο και δεν ξεχνάς ούτε στιγμή της, είναι τα φαντάσματα της Κλάρα, της Ρόζα, της Φέρουλα, της Μπλάνκα και της Άλμπα που μένουν πιο έντονα χαραγμένα στη μνήμη.

The Snow Tiger (1975) του Desmond Bagley


Ελληνιστί: Η Χιονοστιβάδα

Οι ιστορίες καταστροφής με γοήτευαν από παιδί, όπως και πολλούς άλλους άνθρωπους. Σεισμοί, λιμοί και καταποντισμοί, οι απεικονίσεις συλλογικού ολέθρου σε μυθοπλαστικές αφηγήσεις πάντοτε φαίνεται να ασκούν μία νοσηρή γοητεία σε μία μεγάλη μερίδα των ανθρώπων, ίσως επειδή ξορκίζουν επιτυχώς τους μύχιους φόβους μας για τέτοιες καταστάσεις. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και "Η Χιονοστιβάδα", εν μέρει δικαστικό δράμα και εν μέρει flashback αφήγηση που ξεδιπλώνει το χρονικό της πτώσης μιας καταστροφικής χιονοστιβάδας σε μια μικρή πόλη της Νέας Ζηλανδίας.

Η αγωνία για την έλευση του μοιραίου και αναπόφευκτου ολέθρου που θα ισοπεδώσει τη μικρή πόλη εντείνονται σταδιακά καθώς το flashback προχωράει και οδηγούμαστε στη στιγμή-μηδέν της καταστροφής. Η στιγμή που η χιονοστιβάδα πλήττει την πόλη, με την αφήγηση να ακολουθεί τους διαφορετικούς χαρακτήρες στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν (ή στους τραγικούς και συχνά μακάβριους θανάτους τους), καθώς και η προσπάθεια διάσωσης των επιζώντων που ακολουθεί είναι τα πιο δυνατά σημεία του βιβλίου, όπου ο αγώνας για ζωή και η φρίκη μπροστά στην άλογη, άνευ ορίων δύναμη της φύσης προκαλεί δέος.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

El Capitán Alatriste (1996) του Arturo Pérez-Reverte

Ελληνιστί: Ο Λοχαγός Αλατρίστε

Το εν λόγω έργο αποτελεί το πρώτο από μία σειρά ιστορικών μυθιστορημάτων που επικεντρώνονται στις περιπέτειες ενός Ισπανού ξιφομάχου, του Ντιέγκο Αλατρίστε. Ο αναγνώστης εισέρχεται στη Μαδρίτη του 17ου αιώνα και παρακολουθεί την ιστορία του βετεράνου στρατιώτη των ταγμάτων της Φλάνδρας αναπνέοντας τις οσμές από το ψητό κρέας και το γλυκό κρασί που αναδύονται από τις ισπανικές ταβέρνες. Κάπου εκεί, ανάμεσα στη Βασιλική Αυλή και τα σκοτεινά σοκάκια συναντάμε τον ανδρείο ξιφομάχο μας και την παρέα του, οι οποίοι αναμειγνύονται σε μία σειρά από δολοπλοκίες. Ο λοχαγός Αλατρίστε είναι το πρώτο βιβλίο της εξαιρετικής σειράς των περιπετειών του λοχαγού Αλατρίστε, το οποίο έχει μεταφερθεί και στην κινηματογραφική οθόνη με τίτλο Alatriste από τον Ισπανό σκηνοθέτη Agustin Diaz Yanes.

Θεωρώ ότι ο Ρεβέρτε ακολουθεί τα χνάρια το Αλέξανδρου Δουμά, αλλά με μία διάθεση που χαρακτηρίζεται από μία πιο «ρεαλιστική» προσέγγιση του κόσμου και των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα σε αυτόν. Θα μπορούσα να πω ότι το πιο «ωμό» γράψιμο του Ισπανού συγγραφέα ταιριάζει περισσότερο στους σύγχρονους αναγνώστες. Οι τρεις σωματοφύλακες του Δουμά και Ο λοχαγός Αλατρίστε του Ρεβέρτε χαρακτηρίζονται από πολλές ομοιότητες. Στο μυθιστόρημα του Δουμά ο αναγνώστης απολαμβάνει τις περιπέτειες τεσσάρων Γάλλων ξιφομάχων στη Γαλλία του 17ου αιώνα και τα πολιτικά παιχνίδια της Αυλής. Στο βιβλίο του Ρεβέρτε ο πρωταγωνιστής και η παρέα του βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις στην ισπανική πρωτεύουσα την ίδια χρονική περίοδο περίπου. Δεν είναι τυχαίο ότι και στα δύο μυθιστορήματα εμφανίζεται διαδραματίζοντας βαρύνουσας σημασίας ρόλο ο Άγγλος Τζορτζ Βίλλιερς, ο Δούκας του Μπάκινγκχαμ (George Villiers, 1st Duke of Buckingham).

Κατά τη γνώμη μου, το δυνατό σημείο του παρόντος μυθιστορήματος είναι η ρεαλιστική και ακριβής περιγραφή των μαχών. Ο συγγραφέας καταφέρνει επιτυχώς να μεταφέρει στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα εκείνης της διεφθαρμένης και σε παρακμή Ισπανίας, το άγχος που ένιωθε κάποιος περπατώντας στους σκοτεινούς δρομίσκους φοβούμενος ότι ένα χτύπημα από κρύο ατσάλι θα μπορούσε να του κλέψει την πνοή μέσα στη νύχτα.

Η Φόνισσα (1903) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


Ίσως το κορυφαίο πεζογράφημα μικρής έκτασης της νεοελληνικής λογοτεχνίας - μαζί με "Το Αμάρτημα της Μητρός μου" του Γ. Βιζυηνού - η "Φόνισσα" είναι μία θαυμάσια νουβέλα ηθογραφικών και ψυχογραφικών προεκτάσεων, που αποκαλύπτει πολλά για την ελληνική κοινωνία στην επαρχία των αρχών του 20ου αιώνα. Η ιστορία είναι αρκετά γνωστή: μία ηλικιωμένη γυναίκα, τυπικό παράδειγμα χιλιοβασανισμένης materfamilias της επαρχίας, που κάποια στιγμή "ψηλώνει ο νους της" - και έτσι πραγματώνεται το potential του τίτλου του έργου.

Με λεπτές, εξαιρετικά εύστοχες πινελιές, ο Παπαδιαμάντης μας παραδίδει ένα γυναικείο ψυχογράφημα αληθινά αλησμόνητο, μίας γυναίκας τόσο φορτισμένης με το μίσος, την κούραση, τα βάσανα, τους περιορισμούς του φύλου και της τάξης της, που δεν διστάζει να θεωρήσει mercy-killing, ευθανασία και άρα λειτούργημα να βγάζει από τη μέση τα "θηλυκά της φτωχολογιάς". Ο κοινωνικός σχολιασμός του Παπαδιαμάντη είναι εμφανής με έναν διακριτικό και όχι κραυγαλέο τρόπο. Ποτέ άλλωστε δεν κατακρίνει απόλυτα την ηρωίδα του, την οποία αντιμετωπίζει με κατανόηση και συμπόνοια. Η γλώσσα του κορυφαίου πεζογράφου μας είναι εκπληκτικά ζωντανή και ακριβής και μας εντάσσει απόλυτα τόσο στο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, όσο και στον ταραγμένο εσωτερικό κόσμο της εμβληματικής Χαδούλας. Από τα κορυφαία έργα της ελληνικής πεζογραφίας.

Deathripping: The Cinema of Transgression (1995) του Jack Sargeant



Το σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα, νεοϋορκέζικο κινηματογραφικό κίνημα Cinema of Transgression (Σινεμά της Παραβατικότητας) εξετάζει το συγκεκριμένο βιβλίο, μέσα από μία σειρά από διεισδυτικές και ενδελεχείς αναλύσεις, συνεντεύξεις, ακόμα και δοκίμια. Επίγονος, κατά κάποιο τρόπο, του επίσης νεοϋορκέζικου και επίσης underground σινεμά των Άντι Γουόρχολ-Πολ Μόρισεϊ, που έδρασε στα τέλη του '60 και αρχές του '70 και που έσπευσε, πρώτο, να παρουσιάσει στο πανί απαγορευμένα θέματα, έτσι και το Cinema of Transgression, που αναπτύχθηκε κυρίως κατά τη δεκαετία του' 80, στοχεύει στο να ταρακουνήσει τον θεατή, με θεματολογία ωμή, προκλητική, επιθετική, στοχευμένα αμφιλεγόμενη, με έμφαση στη βία και στο σεξ στις "αποκκλίνουσες" μορφές του.

Ο Sargeant έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Έχοντας δει ορισμένες από τις υπό συζήτηση ταινίες, τολμώ να πω πως τα κείμενα του Sargeant πάνω σε αυτές και οι θεωρητικές προσεγγίσεις του είναι συχνά πιο ενδιαφέροντα από το ίδιο το υπό ανάλυση υλικό. Πέραν κάποιων σποραδικών προσπαθειών για άντληση θεωρητικών εργαλείων από μεταστρουκτουραλιστές-μεταμοντέρνους φιλοσόφους όπως οι Φουκό-Λακάν, ο Sargeant μένει, ευτυχώς, μακριά από τα δαιδαλώδη και νεφελώδη μονοπάτια της σύγχρονης γαλλικής σχολής και αντ' αυτού παραδίδει κείμενα απολαυστικά, γλαφυρά, εξαιρετικά καλογραμμένα, με μία τάση βέβαια overreading του υλικού, εντοπίζοντας θαυμάσιες σημειολογικές αναφορές που ίσως ούτε οι ίδιοι οι δημιουργοί των ταινιών να μην προόριζαν για το έργο τους! Εκτός από τις θαυμάσιες αναλύσεις του Sargeant, το βιβλίο έχει δύο ακόμα τεράστια ατού: τις "έξω από τα δόντια" συνεντεύξεις που ο δημοσιογράφος κατάφερε να αποσπάσει από όλους τους κύριους εκφραστές του κινήματος - οι περισσότεροι στα μαχαίρια μεταξύ τους! - και, κυρίως, το πλούσιο, σπάνιο φωτογραφικό υλικό, publicity shots και stills από τις ταινίες που από μόνο του ολοκληρώνει και απογειώνει την εμπειρία ανάγνωσης του βιβλίου. Σπάνια ένα βιβλίο κινηματογραφικής ανάλυσης λειτουργεί σε τόσο ολοκληρωμένο επίπεδο. Κυριολεκτικά σε κάνει να ερωτευθείς το Cinema of Transgression και να μυηθείς στα μυστήριά του. (Παρεμπιπτόντως, έχουν κυκλοφορήσει δύο αναθεωρημένες εκδόσεις του βιβλίου, το 2000 και 2007).

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Erections, Ejaculations, Exhibitions and General Tales of Ordinary Madness (1967) του Charles Bukowski



Ελληνιστί: Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας

Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ο πεζογράφος και ποιητής της "χαμηλής" υποστάθμης της Αμερικής, ο υμνωδός των αλκοολικών, των αλητών, των εγκληματιών, των πορνών, είναι μία εμβληματική underground μορφή των αμερικανικών γραμμάτων, ένας άνθρωπος που ακόμα και μετά την επιτυχία και αναγνωρισιμότητά του παρέμεινε πιστός στο "παρακμιακό" lifestyle του.

Οι "Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας" αποτελεί ένα τυπικό μπουκοφσκικό βιβλίο, με μικρές ιστορίες, όλες τους αυτοβιογραφικές ή ημιαυτοβιογραφικές, θραύσματα εμπειριών του Μπουκόφσκι, με όλες τις γνωστές θεματικές του: ποτό, γυναίκες, ανεργία και περιστασιακή λογοτεχνική δραστηριότητα (με έντονη περιφρόνηση για τους "κουλτουριάρηδες", όπως και για κάθε άλλη μορφή ομάδας ή εξουσίας φυσικά). Η γλώσσα του Μπουκόφσκι λάμπει με τη διαυγή ειρωνεία της, κοφτή, ξερή χωρίς να γίνεται ποτέ επίπεδη, με ορισμένες σπάνιες αναλαμπές (σχεδόν) λυρικότητας, ευθύς, άμεση, αθυρόστομη, λάγνα, κυνική, ειλικρινής. Ο Μπουκόφσκι δεν καμώνεται τίποτα, ούτε καν τον μποέμ καλλιτέχνη. Τα πάθη του είναι απλά, συγκεκριμένα και ξεκάθαρα, και ποτέ δεν προσποιείται κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι - ακόμα και τα εξυπνακίστικα σχόλιά του διαπνέουν τα σπαράγματα αφηγημάτων ως οργανικό κομμάτι της προσωπικότητάς του παρά ως afterthought λογοτεχνικής υστεροβουλίας. Το καθένα από τα μικρά snapshots της ζωής του που μας χαρίζει τελειώνει πάντοτε απότομα, χωρίς προσπάθεια ή ενδιαφέρον για τις κλασικές αφηγηματικές συμβάσεις: η κορύφωση της κάθε ιστορίας είναι σχεδόν πάντοτε anticlimactic, ακόμα ένας κρίκος στις παρακμιακές περιπέτειες του Μπουκόφσκι και του alter ego του. Ο Μπουκόφσκι δεν τρέφει αυταπάτες: απλά συνεχίζει να πορεύεται από τη μία ιστορία στην άλλη σαν νομάς στις αμερικανικές λεωφόρους. Και αφήνει όλα τα "φιλολογικά μπιχλιμπίδια" για τους υπόλοιπους.

The Turn of the Screw (1898) του Henry James


Ελληνιστί: Το Στρίψιμο της Βίδας

Η διάσημη νουβέλα του Χένρι Τζέιμς δεν είναι μία τυπική "γοτθική ιστορία". Από τα πιο αινιγματικά βιβλία που γράφτηκαν ποτέ, το "Στρίψιμο της Βίδας" είναι σαν ένα καλά κρυμμένο μυστικό, που θάβει μέσα του την αλήθειά του και χαίρεται με το αίνιγμα που αποτελεί. Είναι μία ιστορία φαντασμάτων; Είναι μία ιστορία παράνοιας; Είναι ένα κοινωνιολογικό και ψυχογραφικό πορτρέτο; Ποιοι τρόμοι είναι οι πιο αληθινοί, απτοί και έντονοι, οι τρόμοι που προέρχονται από έξω ή αυτοί που προέρχονται από μέσα μας, οι υπαρξιακοί τρόμοι των οποίων η φρίκη δεν συγκρίνεται σε ένταση και δριμύτητα με οτιδήποτε άλλο;

Πραγματικά, θα χαρακτήριζα τη νουβέλα του Τζέιμς ως ένα έργο υπαρξιακού, εσωτερικού τρόμου περισσότερο από κάτι άλλο. Ο τίτλος του υποδηλώνει ένα πολλαπλώς επιτελούμενο "στρίψιμο". Είναι η διαστροφή της φυσικής ζωής, στην οποία παρεμβάλλονται, ως εκτρώματα, και διαταράσσουν την ομαλή ροή της, μία σειρά από οπτασίες. Είναι το στρίψιμο του εγκεφάλου, το στρίψιμο του μυαλού, καθώς έρχεται αντιμέτωπο με τα αφύσικα γεγονότα - ή με τον ίδιο του τον εαυτό του. Είναι η διαστρέβλωση της ψυχής και της ηθικής, όταν δύο μικρά παιδιά διαφθείρονται με έναν ακαθόριστο τρόπο. Εντέλει, είναι το στρίψιμο που πραγματοποιείται όταν το αφύσικο, με κάποιον τρόπο, εισχωρεί στο "φυσιολογικό" και το απορρυθμίζει, το επικαλύπτει. Παρά τις γοτθικές καταβολές του, το "Στρίψιμο της Βίδας" υπερσκελίζει τις συμβάσεις και την προβλεψιμότητα του γοτθικού μυθιστορήματος και άδει τον τρόμο της ανθρώπινης ψυχής, όπως μας τον μεταφέρει η συγκινησιακά και συνειδησιακά φορτισμένη αφήγηση της κεντρικής ηρωίδας. Ένα βιβλίο που στρίβει γύρω από τον εαυτό του και στρίβει στη γωνία, καθώς αναδιπλώνεται στο μυστήριό του.

Lune de Fiel (1981) του Pascal Bruckner


Ελληνιστί: Τα Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα

Ο αφανισμός του έρωτα, τόσο του ίδιου του έρωτα ως συναίσθημα όσο και του αφανισμού που προκαλεί στην ανθρώπινη προσωπικότητα, είναι το θέμα του βιβλίου του Πασκάλ Μπρικνέρ, που μοιάζει με ψυχόδραμα σε τέσσερις πράξεις, καθώς εξιστορεί το χρονικό ενός ειδυλλίου που περνάει από τέσσερις διαδοχικές φάσεις. Έργο που προκάλεσε σκάνδαλο όταν πρωτοκυκλοφόρησε, λόγω της προκλητικότητάς του, τόσο σε ύφος όσο και σε περιεχόμενο. Μία τρόπον τινά σάτιρα των ερωτικών σχέσεων, στην οποία το αρχικά παράφορο, γνήσιο πάθος του έρωτα που βιώνουν οι δύο πρωταγωνιστές φαλκιδεύεται από τη δηλητηριώδη πένα του Μπρικνέρ, ξεπέφτει, υποβιβάζεται, υποβαθμίζεται, αλλοιώνεται και μεταστοιχειώνεται σε νέες επικίνδυνες μορφές. Βίτσια, ψυχολογικοί και σωματικοί βασανισμοί, παιχνίδια εξουσίας στα οποία τα όρια της θέλησης θολώνουν και οι ρόλοι θύτη και θύματος εναλλάσσονται, όλα καταδεικνύουν την αγριότητα του έρωτα και την οριστική αποκαθήλωσή του από το ψεύτικο βάθρο του ως "ευγενικού, ρομαντικού συναισθήματος". Ή αλλιώς: ο απόλυτος έρωτας είναι μόλις ένα βήμα μακριά από το απόλυτο μίσος.

Η γλώσσα του Μπρικνέρ είναι μία απόλαυση για τους αναγνώστες, καθώς ρέει πλούσια, ελεύθερη, αβίαστη. Το βιβλίο ξεχειλίζει από έναν απαράμιλλο γλωσσικό πλούτο, με θαυμάσιες, γεμάτες φαντασία λυρικές περιγραφές, που συχνά έρχονται σε αντίθεση με τα σκοτεινά, φρικτά, αηδιαστικά συναισθήματα ή πράγματα τα οποία περιγράφονται, επιτείνοντας το στοιχείο της ειρωνείας: τι είναι πραγματικά "όμορφο" και τι "άσχημο", όταν τα πιο άσχημα πράγματα δημιουργούν τα πιο όμορφα συναισθήματα και περιγράφονται με τις πιο όμορφες εικόνες; Τα "Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα" είναι άλλωστε ένα έργο στο οποίο η ασχήμια, σε όλες της τελικά τις μορφές, εκθρονίζει την ομορφιά και λαμβάνει τη θέση της ως ένα νέο είδος "ομορφιάς". Το ανθρώπινο κτήνος ξεσκεπάζεται σε όλες του τις διαστάσεις, καθώς οι δύο ερωτικοί παρτενέρ αποκτηνώνονται σταδιακά και αναμετριούνται σε ένα θηριώδες παιχνίδι, σαν δύο αγρίμια, με στόχο να αλληλοσπαραχθούν αλλά και να αυτοαφανιστούν. Αυτό που μας λέει ο Μπρικνέρ είναι πως ο έρωτας είναι κανιβαλισμός, ωμοφαγία, παραμόρφωση. Ή αλλιώς: όταν σβήσει η φλόγα, δεν μένουν παρά οι στάχτες.

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Master i Margarita (1967) του Mikhail Bulgakov


Ελληνιστί: Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα

Το "αιρετικό" αυτό μυθιστόρημα του Μπουλγκάκοφ αποτελεί ένα larger-than-life αριστούργημα, που είναι ταυτόχρονα πολλά διαφορετικά πράγματα. Σκοτεινό θρίλερ, μαγικός ρεαλισμός, καυστική σάτιρα του σοβιετικού καθεστώτος (ιδίως της γραφειοκρατία και ευνοιοκρατίας του), "βλάσφημη" ψευδοϊστορική φιξιόν, ερωτική ιστορία, όλα αναμειγνύονται στο μπλέντερ του Μπουλγκάκοφ, στο οποίο μας παραδίδει μία Μόσχα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, στην οποία βασιλεύει η καχυποψία, η υποκρισία, τα ρουσφέτια, η προνομιοκρατία, η διαφθορά, η λογοκρισία και την οποία επιλέγει για νέο του σταθμό διαμονής ο Διάβολος, σαν άλλος θεατράνθρωπος μαζί με τον αλλόκοσμο θίασό του - και σπέρνει το χάος.

Εξαιρετικά καυστικό για το σοβιετικό καθεστώς βιβλίο, ο "Μαιτρ" δεν πρωτογνώρισε εκδοτική ζωή παρά μόνο 27 χρόνια μετά τον θάνατο του Μπουλγκάκοφ, οπότε και έγινε τεράστια επιτυχία. Οι ατμοσφαιρικές σκηνές υπερφυσικού θρίλερ και παράνοιας, που κάνουν ενίοτε το βιβλίο να μοιάζει με επίγονο της γοτθικής λογοτεχνίας, υπονομεύονται ευφυώς από το καυστικό χιούμορ του Μπουλγκάκοφ, που ξεμπροστιάζει όλη την υποκρισία της κοινωνίας του. Το πρώτο μισό του βιβλίου κυριαρχείται από καταστάσεις χάους, ενώ στο δεύτερο μισό ο Μπουλγκάκοφ κάνει στροφή προς μία πιο λυρική, αισθαντική γραφή, με τη Μαργαρίτα να κάνει την εμφάνισή της σε υπέροχες σκηνές μαγικού ρεαλισμού, όπως η νυχτερινή πτήση με το σκουπόξυλο ή ο χορός του Σατανά. Ένα βιβλίο που δίνει την αίσθηση ενός μαγικού και συνάμα ειρωνικού έπους, ακρογωνιαίος λίθος της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας.

The Heidi Chronicles (1988) της Wendy Wasserstein


Ακόμα μία θεατρική συγγραφέας εξ Αμερικής που είναι άγνωστη σχετικά στην Ελλάδα - απ' όσο γνωρίζω, κανένα έργο της δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και ελάχιστα (και σίγουρα όχι τα διασημότερά της) έχουν ανέβει εδώ. Η σχετική "περιφρόνηση" της ελληνικής σκηνής ως προς σημαντικά αμερικανικά έργα των τελευταίων τριάντα ετών είναι, κατά κάποιο τρόπο, αναμενόμενη: πολλά από τα έργα αυτά είναι άμεσα συνυφασμένα με την αμερικανική εμπειρία και κοινωνία και άρα ίσως αρκετά "δύσκολα" να μεταφερθούν και να γίνουν κατανοητά στην πολύ διαφορετική ελληνική πραγματικότητα. Ωστόσο, κατ' εμέ, όταν έργα όπως το συγκεκριμένο της Wasserstein μένουν εκτός, τότε πρόκειται για μία αδικαιολόγητη παράλειψη.

Σε κάθε περίπτωση, το βραβευμένο με Πούλιτζερ έργο είναι, όπως δηλώνει και ο τίτλος του, ένα χρονικογράφημα του κεντρικού χαρακτήρα, της Χάιντι Χόλαντ, από τα μαθητικά της χρόνια στην Αμερική των μέσων της δεκαετίας του '60, μέχρι και την τωρινή (για τότε) εποχή, την Αμερική των τελών του '80. Ένα ταξίδι 20+ χρόνων για ένα συναρπαστικό χαρακτήρα - συναρπαστικό κυρίως επειδή, πέρα από όλες τις κοινωνικές, πολιτικές και άλλες ανησυχίες της, η Χάιντι παραμένει ένας χαρακτήρας με ακαταμάχητα γήινη ποιότητα και αξιοπρέπεια, με όλες τις αδυναμίες, τους φόβους της και εν γένει την προσωπικότητά της άθικτη και αδιάσπαστη.

Ουσιαστικά, η Wasserstein καυτηριάζει και καταγγέλλει τη σταδιακή αποκαθήλωση και εγκατάλειψη του ιδεαλισμού των 60s, όπως αυτή κλιμακώνεται στα κυνικά Ριγκανικά και μετά-Ριγκανικά χρόνια του '80. Η αρχικά σκεπτικίστρια Χάιντι γίνεται εντέλει μία συνειδητοποιημένη, αλλά ουχί πορωμένη φεμινίστρια, προσπαθώντας να διατηρήσει μία ισορροπία στη ζωή, τη στιγμή που γύρω της, παρά τις βαρύγδουπες διακηρύξεις πως "θα αλλάξουμε τον κόσμο" ή "θα αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι σαν άνθρωποι", όλα καταρρέουν, εκφυλίζονται, αφομοιώνονται στο σύστημα. Οι πιο φανατικές φεμινίστριες-συνάδελφοι, η κολλητή της φίλη, όλες εξαφανίζονται στα γρανάζια του νεοπλουτισμού και της άνετης αστικής ζωής, τη στιγμή που η πιο μετριοπαθής φεμινίστρια Χάιντι μένει πιστή και συνεπής στα ιδανικά της. Προς το τέλος, βέβαια, ακόμα και η ίδια έχει αμφισβητήσει πολλά από τα πιστεύω της, ποτέ όμως η προσωπικότητά της δεν αλλοτριώνεται και δεν κλυδωνίζεται. Μόνοι της πραγματικοί συνοδοιπόροι σε αυτό το γλυκά μελαγχολικό ταξίδι ο καλύτερός της φίλος, Πίτερ και ο Σκούτερ, ο on/off εραστής της, οι δύο άντρες της ζωής της. Το ημιαυτοβιογραφικό έργο της Wasserstein ξεχειλίζει από την αλήθεια της ζωής και των εμπειριών της, και παρότι συγκινητικό, παραμένει πάντοτε διανθισμένο με τρυφερό χιούμορ, από την αρχή ως το τέλος.

The Waves (1931) της Virginia Woolf


Ελληνιστί: Τα Κύματα

Το πιο πειραματικό έργο στη βιβλιογραφία της Βιρτζίνια Γουλφ, τα "Κύματα", όπως υποδηλώνει και ο τίτλος τους, είναι ένα έργο που ρέει, παφλάζει, φουσκώνει και ανυψώνεται, τρικυμιάζει και γαληνεύει. Χωρίς κάποια συγκεκριμένη πλοκή ή άλλη μυθιστορηματική σύμβαση, το βιβλίο (που η Γουλφ αποκαλούσε το "θεατρικό-ποίημά" της) ακολουθεί έξι εσωτερικούς μονολόγους, τις εσωτερικές φωνές έξι ανθρώπων που γνωρίζονται μεταξύ τους, τις φωνές έξι ξεχωριστών ζωών, καθώς αυτές καλπάζουν, τρέχουν, κυματίζουν από τα πρώτα παιδικά τους χρόνια μέχρι την αρχή της τρίτης ηλικίας.

Δύσκολο αλλά πανέμορφο βιβλίο. Εδώ η Γουλφ βρίσκεται στην αποθέωση των λυρικών ξεσπασμάτων της, συνταιριάζοντας το φυσικό περιβάλλον με τους χαρακτήρες της, παραλληλίζοντας με εκατομμύρια ξεχωριστούς - και πάντα θαυμάσιους - τρόπους την ανθρώπινη ζωή, νόηση, σκέψη με τη φύση, τον κύκλο της ζωής, τον καλπασμό από τη νιότη προς την παρακμή και τον θάνατο με τον ίδιο τον κύκλο της φύσης, τα δέντρα, τους βλαστούς, τον αέρα, τα σύννεφα, τα κύματα. Οι φοβερές υπαρξιακές και εν γένει ανθρώπινες αλήθειες που αναδύονται μέσα από τις αεικίνητες, συνεχώς στροβιλιζόμενες, σαν τρεχούμενο, κελαρυστό νερό σκέψεις των έξι προσώπων σε καθηλώνουν με τη δύναμή τους. Όλες οι αγωνίες, του έρωτα, της επιτυχίας, της γήρανσης, της συνύπαρξης με τους ανθρώπους, οι ματαιότητες αποκρυσταλλώνονται περίφημα. Το πρώτο μισό του βιβλίου λάμπει από τη δροσιά και ελπίδα - ανάμεικτη με αγωνία για το μέλλον - των ηρώων, ενώ προς το τελευταίο κομμάτι επικρατεί μία διάθεση μελαγχολικής παραίτησης, αλλά και οριστικής συνειδητοποίησης κάποιων πραγμάτων - με άλλα λόγια, ό,τι επιφυλάσσει η ζωή για τους περισσότερους. Γιατί αυτό θα μπορούσε να είναι και ο τίτλος του βιβλίου: "Η Ζωή".

(Υ.Γ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επισκόπηση που θέλει τις έξι φωνές-χαρακτήρες να αποτελούν στην ουσία διαφορετικές, συχνά αντιφατικές πτυχές της προσωπικότητας της ίδιας της Γουλφ, γεγονός που φαντάζει αρκετά λογικό)

En Attendant Godot (1953) του Samuel Beckett


Ελληνιστί: Περιμένοντας τον Γκοντό

Το διασημότερο ίσως θεατρικό έργο του 20ου αιώνα είναι ταυτόχρονα και ένα από τα δύσκολα, δισεπίλυτα αινίγματά του. Έργο που χαίρει πολλαπλών αναγνώσεων και ερμηνειών, το "Περιμένοντας τον Γκοντό" περιλαμβάνει ένα μικρό καστ χαρακτήρων που φαινομενικά περιμένουν τον εργοδότη τους, τον μυστηριώδη Γκοντό, που ποτέ δεν φαίνεται να έρχεται - και παρά τις διαμαρτυρίες τους, κι αυτοί δεν φαίνεται ποτέ να παίρνουν απόφαση να μετακινηθούν από το σημείο όπου περιμένουν.

Αν και είναι πάντα δύσκολο να αποφανθεί κανείς τη σημασία ενός έργου του "Παραλόγου", εντούτοις θα έλεγα πως το βασικό ίσως μήνυμα του έργου είναι ο κατακερματισμός της ανθρώπινης ταυτότητας, η θραυσματοποίησή της - που άλλωστε παραλληλίζεται και με τον αντίστοιχο τεμαχισμό/κομματιασμό/παράλυση των χαρακτήρων σε σωματικό επίπεδο. Όπως και σε άλλα έργα του Μπέκετ (π.χ. Happy Days), στην αρχή του έργου ο κατακερματισμός αυτός είναι παρών μόνο στην επικοινωνία, στην ανικανότητα μεταξύ των χαρακτήρων να επικοινωνήσουν επαρκώς. Καθώς εξελίσσεται το έργο, η επικοινωνία γίνεται ολοένα πιο αποσπασματική, θραυσματική, αλλοπρόσαλλη, αδύνατη. Ο διάλογος μετατρέπεται σε σπαράγματα ασυνάρτητων, ασύνδετων μονολόγων. Σταδιακά, η μπεκετική αποδόμηση επεκτείνεται στα πάντα: στη δεύτερη πράξη, έχει υπονομευτεί η συνεκτικότητα των χαρακτήρων και σε φυσικό επίπεδο. Ένας από αυτούς τυφλώνεται, ο άλλος χάνει την ικανότητα του λόγου. Ακινησία αντικαθιστά την κίνηση. Ο Γκοντό - η θρυλούμενη πανάκεια - ποτέ δεν έρχεται και όμως οι ήρωες, παρά τη σταδιακή αποδιάρθρωσή τους - γλωσσική, πνευματική, σωματική - παραμένουν πεισματικά εκεί.

Πρόδρομος του μεταμοντερνισμού, το έργο αποκαλύπτει τον τεμαχισμό των πάντων στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες - ο χρόνος, ο χώρος, τα σώματα, ο λόγος, με αμείλικτο τρόπο πετσοκόβονται και διασπώνται, χωρίς συνοχή και συνάφεια, και μία αίσθηση κρύου, ανολοκλήρωτου, κενού αντικαθιστά οποιαδήποτε ψευδαίσθηση συνεκτικότητας, σιγουριάς, ταυτότητας. Οι ταυτότητες σπάνε, διαλύονται σε κομμάτια, όπως και κάθε αίσθηση "ανήκειν". Χωρίς να θέλω να επεκταθώ σε άλλες φιλοσοφικές και θρησκευτικές ερμηνείες του έργου, αξίζει να επισημανθεί και η έμφαση του Μπέκετ στο θέμα της εξουσίας και του εξανδραποδισμού του ατόμου, οι ρόλοι δυνάστη και δυναστευόμενου και η ρευστότητα αυτών των ρόλων και ταυτοτήτων, που επιτείνει τη θραυσματοποίηση και εντέλει εκμηδένιση του ατόμου.

The Black Prince (1973) της Iris Murdoch


Ελληνιστί: Ο Μαύρος Πρίγκιπας

Υπόδειγμα μεταμοντέρνου βιβλίου - όπως διδάχθηκα και στο πανεπιστήμιο - ο "Μαύρος Πρίγκιπας" βρίθει μετα-αφηγηματικών (meta-narrative) και μετα-λοτεχνικών (meta-fictional) τεχνικών, από τα γεμάτα ειρωνεία εκδοτικά σημειώματα στην αρχή και postscript στο τέλος - όλα ευρήματα που μας εφιστούν την προσοχή στο ότι αυτό που κρατάμε στα χέρια μας είναι ένα βιβλίο και όχι μία πραγματικότητα. Ένα λογοτεχνικό ανάλογο των μετα-φιλμικών πρακτικών που χρησιμοποιούσε στις ταινίες του ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ.

Διόλου τυχαία λοιπόν, το κύριο θέμα του βιβλίου είναι η λογοτεχνία, η σύγκρουση ή συνύπαρξη τέχνης και ζωής και που αμβλύνονται τα όρια μεταξύ των δύο, το γράψιμο, ο ρόλος του συγγραφέα, η έμπνευση. Σαν ένα ειρωνικό, αυτοσαρκαστικό alter ego της συγγραφέως, ο κύριος ήρωας, παλαίμαχος συγγραφέας Μπράντλεϊ, εγκλωβισμένος επί χρόνια σε ένα εφιαλτικό writer's block, περιφέρεται, προσπαθώντας να βρει λίγο χρόνο μακριά από όλους και όλα προκειμένου να γράψει αυτό που πιστεύει πως θα γίνει το magnum opus του. Όταν ο έρωτας χτυπά την πόρτα του αιφνίδια, ο Μπράντλεϊ νομίζει πως βρίσκει την πολυπόθητη έμπνευση. Είναι πραγματικά έρωτας ή απλά μία αυθυποβολή του Μπράντλεϊ; Η πραγματική ζωή ή η τέχνη έχουν προβάδισμα; Και τελικά έχει τίποτα από όλα αυτά σημασία;

Με τη δηλητηριώδη, εξαιρετικά διαυγή γραφή της, η Μέρντοκ περιγελά τους πάντες και τα πάντα και αποδεικνύει περίτρανα τον παραλογισμό των πάντων. Τίποτα δεν λαμβάνεται και δεν πρέπει να ληφθεί σοβαρά. Το κωμικό μετατρέπεται σε τραγικό και αντίστροφα με ανατριχιαστική ευκολία - ακόμα και το φαινομενικά μοιραίο ορισμένων εξελίξεων στην πλοκή δεν μπορεί, κατόπιν ανάγνωσης του βιβλίου, παρά να αποδοθεί στην τυχαιότητα του σύμπαντος, ασχέτως αν ο πάντα στομφώδης, πομπώδης Μπράντλεϊ βλέπει τον εαυτό του σαν τον ήρωα ενός σαιξπηρικού δράματος. Η Μέρντοκ αποδομεί κάθε "ιερή" και γεμάτη βαρύτητα πεποίθησή μας: για την σπουδαιότητα και αγνότητα του έρωτα (το βασικό ρομάντσο της ιστορίας είναι ένα αδέξιο, πρόσκαιρο, όχι ιδιαίτερα τρυφερό πάθος), τις βαρύγδουπες διακηρύξεις περί της σοβαρότητας της τέχνης, τη σημασία ή ασημαντότητα της νιότης και της ομορφιάς. Όλα αναμοχλεύονται στο καζάνι της ειρωνείας πάνω από το οποίο στέκεται σαν μάγισσα η Μέρντοκ. Και όλα αναδεικνύονται σαν ένα τραγικό, κακόγουστο ανέκδοτο: η ανθρώπινη φύση, τόσο αστεία επειδή είναι τόσο παράλογη και - οξύμωρο - απάνθρωπη, όπως προσωποποιείται στο νευρωτικό καστ διανοουμένων της ιστορίας, που μοιάζουν βγαλμένοι από ταινία του Γούντι Άλεν.

Daisy Miller (1878) του Henry James


Ο 19ος αιώνας υπήρξε καθοριστικός στη λογοτεχνία για μία σειρά από λόγους. Δύο από αυτούς ήταν 1) η εμφάνιση της ρεαλιστικής λογοτεχνίας και 2) η ανάπτυξη και εμβάθυνση σε γυναικείους χαρακτήρες, ιδίως υπό το πρίσμα του ρεαλισμού. Η έμφαση στο άτομο, στην εξατομικευμένη προσωπικότητα, στη ρεαλιστική αποτύπωση μίας ανθρώπινης ζωής είναι εμφανή από το γεγονός ότι πολλά από τα κλασικότερα, διασημότερα μυθιστορήματα του αιώνα είχαν ονοματεπώνυμα, ονόματα ή επώνυμα για τίτλους: Όλιβερ Τουίστ, Μαντάμ Μποβαρύ, Ευγενία Γκραντέ, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ και πολλά άλλα.

Στην κατηγορία αυτή ανήκει και αυτή η νουβέλα του Χένρι Τζέιμς, στην οποία ωστόσο δεν εξερευνάται μία ολόκληρη ζωή, και επίσης δεν παρουσιάζεται η οπτική γωνία του χαρακτήρα του τίτλου. Σαν εξωτερικός παρατηρητής, ο Τζέιμς καταγράφει, χωρίς να κρίνει, τη συμπεριφορά της Ντέιζι, αποκαλύπτοντας συγχρόνως τις τάσεις και τις σκέψεις που έχουν για αυτήν ο περίγυρός της. Η σημαντικότερη θεματική είναι η σύγκρουση μεταξύ του αμερικανού και ευρωπαϊκού πολιτισμού - μοτίβο που διατρέχει την εργογραφία του Τζέιμς -, η σύγκρουση μεταξύ της κάπως άγριας φρεσκάδας και συχνά επιπολαιότητας του Νέου Κόσμου, όπως προσωποποιείται στην Ντέιζι, και του αποστειρωμένου, παρακμάζοντος, ασθμάζοντος, πνιγηρού Παλαιού Κόσμου, της Ευρώπης των αυστηρών συμβάσεων και της έλλειψης κοινωνικής (και γενικότερης) κινητικότητας. Ακόμα ένα βιβλίο, λοιπόν, που αποκαλύπτει την ασφυκτική κοινωνική θέση της γυναίκας εποχή εκείνη και αποτελεί ένα έξοχο ντοκουμέντο για τα ήθη και έθιμα στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. Έργο σκανδαλώδες στην εποχή του, αφού δίχασε κοινό και κριτικούς, με ορισμένους να υπερασπίζονται και άλλους να καταγγέλουν τη φαινομενικά αψυχολόγητη, κατ' άλλους απαράδεκτη, Ντέιζι, ενός αθώου, ελαφρού κοριτσιού, που αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και συμπεριφέρεται με ελευθερία αταίριαστη για την εποχή της, επιδεικνύοντας μία δροσερή "αμερικανικότητα" που μεταφράζεται σε έλλειψη κοινωνικού "αλφαβητισμού".

Salome (1891) του Oscar Wilde


Ελληνιστί: Σαλώμη

Η "Σαλώμη" δεν είναι μία "τυπική" τραγωδία - είναι πρωτίστως μία ουαϊλντική τραγωδία. Τουτέστιν, οι γνωστές εμμονές του κορυφαίου Ιρλανδού λογοτέχνη βρίσκουν τη θέση τους σε αυτή την ανάγνωση της γνωστής ιστορίας της Σαλώμης και του Ιωάννη του Βαπτιστή. Η παρακμιακότητα της ιστορίας γοητεύει τον Ουάιλντ, ο οποίος αντλεί συγχρόνως και από παραδόσεις του Μεσαίωνα για να πλάσει μία ιστορία με μακάβρια, ακόμα και νεκροφιλικά στοιχεία - μία παρακμιακή ιστορία πόθου και ερωτικής επιθυμίας, γαρνιρισμένη με τον γλωσσικό αισθητισμό του Ουάιλντ.

Συγχρόνως, ο σαρδόνιος Ουάιλντ βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα στον παραλογισμό και την ωμότητα της ερωτικής επιθυμίας. Γύρω από τη Σαλώμη στροβιλίζεται ένα ερωτικό γαϊτανάκι, μία συνεχής μετάθεση από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο του αντικειμένου του πόθου, που οδηγεί στην τραγωδία. Για τον Ουάιλντ, δεν υπάρχει ο καθαρός, αναίμακτος, δίχως εγωισμούς και παράλογες απαιτήσεις έρωτας: τα υπέροχα, λυρικά ξεσπάσματα της Σαλώμης, στα οποία ομολογεί τον έρωτα της για τον Ιωάννη, σαν "κλωνάρι αραβικής μυρτιάς", δεν αναιρούν τη σκληρότητα και αδιαπερατότητά της - και ο τερατώδης έρωτάς της οδηγεί στον αποκεφαλισμό του Ιωάννη. Ταυτόχρονα, ακόμα και ο φαινομενικά απρόσβλητος από τα βέλη του έρωτα, "ιερός" και αφοσιωμένος στον Θεό του Ιωάννης, υπονομεύεται από τον "ανευλαβή" Ουάιλντ. Το μήνυμα είναι σαφές: κανείς, ούτε και οι έχοντες θέσει εαυτόν εκτός κοινωνίας, δεν γλιτώνουν τη λαίλαπα του έρωτα, είτε ως παθητικοί αποδέκτες του ή ως ενεργητικοί δρώντες - και μερικοί μπορεί να χάσουν και το κεφάλι τους γι' αυτόν. (Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην υπέροχη εικονογράφηση που έκανε ο έτερος ακόλουθος του Αισθητισμού, Aubrey Beardsley, για την πρώτη έκδοση του έργου, που συνοδεύει και τις περισσότερες μεταγενέστερες εκδόσεις).

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Sister Mary Ignatius Explains it all for you (1979) του Christopher Durang


Άγνωστος στην Ελλάδα και σχετικά υποτιμημένος στο εξωτερικό, ο Ντουράνγκ ωστόσο έχει γράψει μερικές από τις καλύτερες - και πιο αιχμηρές και άφοβες - θεατρικές μαύρες κωμωδίες των τελευταίων τριάντα ετών. Πνευματικός επίγονος θεατρικών συγγραφέων της Αμερικής, όπως ο Έντουαρντ Άλμπι, που διακρίνονταν για το κατάμαυρο χιούμορ και την επίθεσή τους στο κατεστημένο, ο Ντουράνγκ ομοίως στηλιτεύει την κοινωνική υποκρισία, τη θρησκεία, τις προκαταλήψεις.

Στο έργο αυτό, ένα από τα πρωιμότερα - και καλύτερα του - ο Ντουράνγκ πλάθει ένα αξέχαστο πορτρέτο μίας Καθολικής καλόγριας, τόσο δογματικής που καταντάει ώρες-ώρες καρικατούρα, και τόσο αμείλικτης και πορωμένης μέσα στον δογματισμό της που τελικά δεν σε αφήνει μέχρι το τέλος του έργου να συνεχίζεις να τη θεωρείς καρικατούρα. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: υπάρχουν άνθρωποι σαν την αδελφή Μαίρη Ιγκνάσιους εκεί έξω, και αυτοί οι άνθρωποι διατείνονται ότι μιλούν ως εκπρόσωποι του Θεού. Ο τρομακτικός, ισοπεδωτικός, τυφλός δογματισμός της, η μανία της να ερμηνεύει τα πάντα κατά γράμμα, χωρίς να αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις, ειδικές περιπτώσεις ή επιείκια προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα στον ακροατή, ανήσυχο γέλιο μαζί με φόβο και θυμό. Αν και η τραγωδία παραμονεύει από τη μέση του έργου και μετά, το έργο ποτέ δεν χάνει τον ανελέητο σαρκαστικό του χαρακτήρα και το μαύρο χιούμορ παραμένει άθικτο, ακόμα και στην τελευταία σκηνή, όπου το τραγικό στοιχείο έχει εισβάλει πια στην πλοκή. Η επίθεση του Ντουράνγκ κατά της Καθολικής Εκκλησίας - στην οποία γαλουχήθηκε και στα χέρια της οποίας υπέφερε - αποτελεί ένα από τα πιο συγκλονιστικά "κατηγορώ" κατά του θρησκευτικού φανατισμού και δογματισμού: σπάζει κόκκαλα.

Il Nome della Rosa (1980) του Umberto Eco

Ελληνιστί: Το Όνομα του Ρόδου

Το διάσημο, ογκώδες βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα "ιστορικών μυστηρίων" που γράφτηκαν ποτέ - και με τα εγκεφαλικά, "ντετεκτιβίστικα" παιχνίδια του προοικονομεί την τεράστια μόδα που ξέσπασε σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, με βιβλία όπως ο "Κώδικας ντα Βίντσι". Πολύ πιο καλογραμμένο και εγκεφαλικό βιβλίο, ωστόσο, από τον επίπεδο "Κώδικα" ή οποιοδήποτε εφάμιλλο του "Κώδικα", το "Όνομα του Ρόδου" είναι κατά βάση ένα φιλοσοφικό θρίλερ, στο οποίο ο Έκο ικανοποιεί συγχρόνως όλες τις εμμονές του: την ανάγκη να υπάρξει ως μυθιστοριογράφος, ως φιλόσοφος, ως σημειολόγος, ως ιστοριοδίφης και βιβλιόφιλος. Και σαν επιδέξιος ζογκλέρ, καταφέρνει περίφημα να παίξει με όλες αυτές τις μπάλες.

Αν και το βιβλίο είναι κάπως υπερβολικά μεγάλο - χαρακτηριστικό στοιχείο του Έκο - ωστόσο το ενδιαφέρον διατηρείται αμείωτο, αφού η αστυνομική ίντριγκα εναλλάσσεται με τα διάφορα ιστορικά και φιλοσοφικά στοιχεία. Σίγουρα το βιβλίο περιέχει ένα πλούτο ιδεών, και με την πυκνότητά του προσφέρεται για επαναναγνώσεις. Μόνο "κακό" του ίσως ότι, λόγω της τεράστιας επιτυχίας του, άνοιξε τον ασκό του αιόλου για τη μαζικοποίηση του "ιστορικού μυστηρίου" με το οποίο έχουμε κατακλυστεί τα τελευταία χρόνια.

Mémoires d'une Jeune Fille Rangée (1958) της Simone de Beauvoir


Ελληνιστί: Οι Αναμνήσεις μιας Καθωσπρέπει Κόρης

Πρώτος τόμος των τεσσάρων συνολικά απομνημονευμάτων της διάσημης συγγραφέως και φιλοσόφου Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο οποίος, αν και πιθανώς υπολείπεται σε δύναμη και αξιοσημείωτα περιστατικά και χαρακτήρες σε σχέση με τους τόμους που ακολουθούν, εντούτοις διαβάζεται με ενδιαφέρον, ως μία εις βάθος διείσδυση στα παιδικά, εφηβικά και μετεφηβικά χρόνια της. Η φρεσκάδα και η ανεμελιά της νιότης και οι σκέψεις, άλλοτε εκπληκτικής αφέλειας και άλλοτε πρόωρης ωριμότητας, της Μποβουάρ δημιουργούν ένα ζωηρό χρονογράφημα, παρά την απουσία συνταρακτικών καταστάσεων (με μια-δυο εξαιρέσεις).

Ταυτόχρονα, βλέπει κανείς εν σπέρματι όλα τα συστατικά στοιχεία που αργότερα θα συνιστούσαν τη δημόσια και λογοτεχνική περσόνα της Μποβουάρ, από την υπαρξιακή αθεϊα της (που ξεκινάει με την επιφοίτησή της στα 12 της χρόνια), μέχρι τις κοινωνικοπολιτικές θέσεις της, που διαμορφώνονται σταδιακά από τα διαβάσματά της. Η Μποβουάρ προχωρά σε απαριθμήσεις πραγμάτων και προσώπων με διαύγεια και ενάργεια στο γράψιμό της, απαθανατίζοντας μία ήρεμη ζωή, κάτω από την επιφάνεια της οποίας όμως κοχλάζει η λαχτάρα και η διάθεση για κάτι διαφορετικό, ριζοσπαστικό, εκρηκτικό, προοικονομώντας έτσι όλες τις μεγάλες αλλαγές που θα αναπτύξουν οι επόμενοι τόμοι των απομνημονευμάτων της.

Rosemary's Baby (1967) του Ira Levin


Ελληνιστί: Το Μωρό της Ροζμαρί

Μυθικό βιβλίο, που ο τίτλος του έχει καταλήξει να νοηματοδοτεί περισσότερα από το ίδιο το περιεχόμενου του μυθιστορήματος. Ανεξάρτητα από όποιες μεταφορικές (ή κοροϊδευτικές) χρήσεις έχει πλέον η φράση ή όποιους συνειρμούς εγείρει, το "Μωρό της Ρόζμαρι" είναι ένα άρτιο, καλογραμμένο βιβλίο που ξεκινάει ως μία ιστορία αστικής ρουτίνας, μεταβάλλεται σε μία ιστορία αστικής παράνοιας και κλιμακώνεται σε ένα κλίμα αυξανόμενης δυσπιστίας και, εντέλει, τρομακτικής βεβαιότητας.

Το μεγάλο ενδιαφέρον του βιβλίου έγκειται βεβαίως στο μυστήριο που ολοένα πυκνώνει, ενώ ο αναγνώστης καλείται να πιστέψει ή όχι τις ολοένα πιο παράλογες υποψίες της Ρόζμαρι για τα τεκταινόμενα. Είναι σαφώς ένα κατάμαυρο βιβλίο που αφήνει μία αρκετά δυσάρεστη αίσθηση (το πρωτοδιάβασα ενόσω ήμουν άρρωστος ένα καλοκαίρι και δεν λειτούργησε ανακουφιστικά, μάλλον το αντίθετο!) Η κινηματογραφική μεταφορά από τον Ρομάν Πολάνσκι ήταν εξαιρετική και διέσωσε πλήρως το κλίμα της παράνοιας, του ανοίκειου και παράλογου μέσα σε συνηθισμένους και οικείους χώρους όπως το διαμέρισμα της μεγάλης πόλης. Όμως, απόν από την ταινία είναι το διακριτικό σαρκαστικό χιούμορ που διαπνέει το βιβλίο σε καίρια σημεία.

The Virgin Suicides (1993) του Jeffrey Eugenides


Ελληνιστί: Αυτόχειρες Παρθένοι

Στον αντίποδα της "Καθόδου των Τεσσάρων", οι "Αυτόχειρες Παρθένοι" πραγματεύονται την ίδια θεματική - την αυτοκτονία - υπό ένα τελείως διαφορετικό πρίσμα και μία εντελώς διαφορετική διάθεση. Σπάνια το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα αποτελεί δείγμα μεγάλης έμπνευσης και ωριμότητας. Οι "Αυτόχειρες Παρθένοι", όμως, σαφώς ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Πρόκειται για ένα λυρικό, φοβερής συναισθηματικής δύναμης βιβλίο, που αντλεί από τα νοσταλγικά βιώματα του Ελληνοαμερικανού Ευγενίδη τη δεκαετία του '70. Το βιβλίο είναι διανθισμένο με διάφορα πολιτισμικά tibdits της εποχής και διαβάζεται ως μία coming-of-age ιστορία, ένα ιστορικό εφηβικής ενηλικίωσης - αποφεύγοντας όμως τις παγίδες, ευκολίες και κοινοτοπίες των συγκεκριμένων αφηγημάτων. (Ειρήσθω εν παρόδω, η κινηματογραφική διασκευή του βιβλίου από τη Σοφία Κόπολα είναι εξίσου καλή με το βιβλίο και μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις διασκευών στις οποίες η ακριβής αίσθηση που σου προκαλεί το βιβλίο μεταφέρθηκε ατόφια στην οθόνη).

Με ντοκιμαντερίστικη σχεδόν προσήλωση, ο αναγνώστης μαθαίνει τα πάντα για τις αδελφές Λίσμπον, όλα τα πράγματα, μικρά και μεγάλα, που συνθέτουν τον μικρόκοσμό τους, έναν μικρόσκοπο που νοηματοδοτείται και σηματοδοτείται από αυτά ακριβώς τα αντικείμενα. Δέσμιες μίας ζωής-φυλακής, οι αδελφές Λίσμπον οδηγούνται με χάρη, με στυλ, με θεατρική δραματικότητα, προς την επιλογή της μοίρας τους, σαν ηρωίδες αρχαίας τραγωδίας. Κι όμως, η ελαφρότητα και ευαισθησίας του ύφους, οι αναλαμπές αισιοδοξίας, το πνεύμα και το μυστήριο των κοριτσιών, η χάρη τους, αψηφούν τις συμβάσεις που θα περίμενε κανείς από μία τέτοια τραγική ιστορία. Αντί για ένα βαρύγδουπο, πνιγηρό εφηβικό δράμα, όπως θα περίμενε κανείς με τέτοια θεματική, οι "Αυτόχειρες Παρθένοι" αναδεικνύονται σε ένα ντοκουμέντο της κοριτσίστικης, εφηβικής εμπειρίας, όπου οι άνδρες αναγνώστες - όπως και οι αφηγητές του βιβλίου - κοιτούν απέξω με δέος, καταδικασμένοι (ή ευλογημένοι) να μη βιώσουν ποτέ.

A Long Way Down (2005) του Nick Hornby


Ελληνιστί: Η Κάθοδος των Τεσσάρων

Το θέμα της αυτοκτονίας πραγματεύεται το μυθιστόρημα του Χόρνμπι - με κωμικό όμως, και όχι δραματικό τρόπο. Αν και το βιβλίο δεν φείδεται δραματικών στοιχείων - οι τρεις από τους τέσσερις πρωταγωνιστές-επίδοξους αυτόχειρες βιώνουν από δύσκολες έως ανυπόφορες καταστάσεις - τον τόνο εδώ δίνει το χιούμορ. Πρόκειται για μία απολαυστική μαύρη κωμωδία, που υπονομεύει τα πάντα, ακόμα και το ζήτημα της αυτοκτονίας, για να καταλήξει όμως, παρά τον κοροϊδευτικό τόνο της, σε ένα ανέλπιστα αισιόδοξο, αλλά όχι γλυκερό, μήνυμα.

Το μεγάλο ατού του βιβλίου είναι η συνεχής εναλλαγή στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση μεταξύ των τεσσάρων πρωταγωνιστών, που κρατάει το ενδιαφέρον και τη φρεσκάδα του βιβλίου. Ομολογουμένως μου αρέσουν βιβλία με αφηγηματικές εναλλαγές (ορισμένα άλλα μυθιστορήματα με πολλαπλούς αφηγητές που μου έρχονται στο μυαλό είναι το "Rules of Attraction" του Bret Easton Ellis και το "Generation A" του Douglas Coupland. Οι τέσσερις αφηγητές σκιαγραφούνται με ισόποσες δόσεις υπερβολής και ρεαλισμού, ενώ το βιβλίο είναι διανθισμένο με άφθονες πολιτισμικές αναφορές (βιβλία, μουσική κλπ.), πράγμα τυπικό στην πρόζα του Χόρνμπι.

Crash (1973) του J. G. Ballard



Πορνογράφημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το συγκεκριμένο βιβλίο, και όχι άδικα - είναι άλλωστε ένας χαρακτηρισμός με τον οποίο συμφωνούσε ο συγγραφέας του. Τι πορνογράφημα όμως! Αγγίζοντας τα όρια μετα-αποκαλυπτικού εφιάλτη ή μετα-ανθρώπινου (posthuman) οράματος, το μυθιστόρημα του Μπάλαρντ, ενός συγγραφέα μέχρι τότε γνωστού για σχετικά συμβατικά μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, είναι μία αλληγορία που λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα. Σεξουαλική, κοινωνική, πολιτική αλληγορία, σε κάθε περίπτωση είναι ένα εξαιρετικά σαγηνευτικό βιβλίο, με μία μαύρη, φαρμακερή ομορφιά, το οποίο πραγματεύεται μία παρέα ανθρώπων που ερεθίζονται σεξουαλικά ή έχουν σεξουαλικές συνεύρεσεις σε αυτοκίνητα - και κατά προτίμηση, σε κατεστραμμένα αυτοκίνητα, σε τόπου ατυχημάτων κλπ.

Μία απόλυτη λοιπόν σύζευξη σεξ και θανάτου, με το δεύτερο να λειτουργεί ως αφροδισιακό. Οι αλληγορικές διαστάσεις του βιβλίου είναι άπειρες. Το αυτοκίνητο, σε κάθε σκηνή σεξ, λειτουργεί ως επέκταση του ανθρώπινου σώματος και μυαλού, ένας επιπλέον ερωτικός παρτενέρ, με τα δικά του νεύρα και αισθητήρια όργανα. Ένας άλλος θεματικός άξονας είναι η ένωση του ανθρώπου με τη μηχανή - μέσα από την επαναληπτικότητα και πολλαπλότητα των ερωτικών σκηνών που διαδραματίζονται σε εσωτερικό αυτοκινήτων, τα όρια ανθρώπου και μηχανής αμβλύνονται, μέσα από τις εξαίσιες, παγωμένης ομορφιάς και διεστραμμένης λυρικότητας περιγραφές του Μπάλαρντ, ευθείς παραλληλισμούς ανάμεσα σε σεξουαλικά μέλη και εξαρτήματα του αυτοκινήτου. Εξίσου συναρπαστική είναι και η ερωτική εικονοποιία του Μπάλαρντ ως προς τις πληγές και τα τραύματα που φέρουν ορισμένοι χαρακτήρες - κληροδοτήματα ατυχημάτων - που γεννούν νέες πηγές σεξουαλικών εμπειριών, επισφραγίζοντας το αδιαχώριστο του έρωτα και του θανάτου ως πηγές συγκίνησης.

Θα έλεγα πως είναι το πιο "ανάγλυφο" βιβλίο που έχω διαβάσει - σχεδόν μπορείς μέσα από τις περιγραφές να νιώσεις πως ψηλαφείς το καντράν του αυτοκινήτου, τον λεβιέ ταχύτητων, τα δερμάτινα καθίσματα, μόνο που οι αισθήσεις σου τα αναγνωρίζουν όλα αυτά ως οργανικά και όχι μηχανικά μέλη. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην έξοχη μετάφραση στα ελληνικά των Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη και Σώτης Τριανταφύλλου, που αποτύπωσαν πιστά το ψηφιδωτό της ιδιοσυγκρασιακής, πορνογραφικής γλώσσας του Μπάλαρντ.

Cleansed (1998) της Sarah Kane


Ελληνιστί: Καθαροί Πια

Το τρίτο έργο από την αμφιλεγόμενη (αν και όχι τόσο πολύ πλέον) θεατρική συγγραφέα Σάρα Κέιν, που αναπτύσσει και εξέλισσει τις σταθερές εμμονές της: βία και έρωτας, η εξουσία σε διάφορες μορφές. Ένα έργο-κραυγή, εξίσου σπαρακτικό αλλά πιο ποιητικό και ονειρικό σε σχέση με το παρθενικό της έργο-κραυγή, το "Blasted". Εδώ, οι εικόνες ωμής, σχεδόν εξωπραγματικής βίας, ταπείνωσης και εκμηδενισμού του ατόμου εναλλάσσονται με ποιητικές εικόνες έρωτα. Μόνο που τα όρια μεταξύ των δύο - τι συνιστά τον έρωτα και τι τη βία και την ταπείνωση; - αμβλύνονται, θολώνουν, παύουν να ξεχωρίζουν με απόλυτη σαφήνεια καθώς προχωράει το έργο, κατά τον τυπικό τρόπο της Κέιν. Η τυραννία του έρωτα και η σημασία του ως την απόλυτη, χωρίς φραγμούς μορφή εξουσίας πάνω σε ένα ανθρώπινο πλάσμα αποτελεί την κύρια θεματική εδώ. Και διόλου τυχαία, η δράση τοποθετείται σε έναν ακαθόριστο χώρο, κάπου μεταξύ φυλακής και ψυχιατρείου, όπου δεσπόζει η σαδιστική, φασιστική, απατηλά πατερναλιστική μορφή ενός γιατρού-δεσμώτη.

Πρόκειται για το πιο λυρικό ίσως έργο της Κέιν (λυρικό φυσικά με έναν δικό της, κοφτό και αυτοπεριοριστικό, λακωνικό τρόπο). Πολύ δύσκολο έργο από θεατρικής άποψης, με σκηνές ανθολογίας, όπως ο αρουραίος που αρπάζει ένα κομμένο χέρι ή οι ασφόδελοι που αρχίζουν ξαφνικά, απροειδοποίητα, να φυτρώνουν, μετατρέποντας τη σκηνή σε ολάνθιστο λιβάδι. Θεωρώ πως είναι ίσως το πιο ώριμο έργο της Κέιν και σίγουρα το πιο ολοκληρωμένο. Είναι επίσης το τελευταίο της έργο με κάποια "πλοκή", αφού η δημιούργος εισήλθε κατόπιν στην πιο πειραματική της φάση, όπου εγκατέλειψε κάθε πρόσχημα πλοκής και αφοσιώθηκε σε μια πιο θραυσματική γραφή. Το "Καθαροί Πια" είναι η αποθέωση των εμμονών της με έναν ολοκληρωμένο τρόπο, μία κατακλείδα στο "θεάτρο πλοκής" της, μία κάθαρση και ανακούφιση ίσως για την ίδια, που ένιωσε κατόπιν ελεύθερη να καταδυθεί πλήρως στο υποσυνείδητο της για μία πλήρη απογύμνωση τόσο της ψυχής όσο και της γραφής της.

Madame Bovary (1856) του Gustave Flaubert


Ελληνιστί: Μαντάμ Μποβαρύ

Το κορυφαίο ίσως ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, μαζί με την "Άννα Καρένινα". Το έχουν αποκαλέσει και το "τέλειο μυθιστόρημα". Και ξέρετε κάτι; Είναι. Μακράν το πιο ενδιαφέρον ψυχογράφημα γυναικείου χαρακτήρα, κατ' εμέ είναι και ένα βιβλίο προφητικό, ενδεικτικό της εσωτερικής σύγκρουσης του δυτικού ανθρώπου που αναδείχθηκε από την άνοδο της αστικής τάξης. Η τρυφή, οι υλιστικές επιδιώξεις και κενοδοξίες της Έμμα Μποβαρύ είναι το bread and butter του σύγχρονου δυτικού. Βέβαια, συγχρόνως το μυθιστόρημα είναι και μία σκοτεινή ειρωνεία πάνω στις αγκιστρώσεις και τις πλάνες του ρομαντικού μυθιστορήματος, που ο Φλομπέρ θεωρούσε αρτιοσκληρωτικό. Ο συγγραφέας πλάθει ένα γυναικείο πορτρέτο συγκλονιστικό, αλησμόνητο, μίας γυναίκας που στροβιλίζεται ιλιγγιωδώς σε ψυχολογικές και υπαρξιακές αναζητήσεις που αγγίζουν τα όρια του μαζοχισμού και της αυτοκαταστροφής. Τόμοι ολόκληροι θα μπορούσαν να γραφτούν πάνω στο μυστήριο της Έμμα Μποβαρύ, τι και ποια είναι πραγματικά αυτή η γυναίκα, αλλά το μυστήριο θα παραμείνει εσαεί. Η δική μου θεωρία πάνω σε αυτό το αίνιγμα: η Έμμα είναι ο δυτικός άνθρωπος, το κακέκτυπο-παρωδία του και ταυτόχρονη η μεγαλύτερη αλήθειά του.

Από τεχνικής πλευράς, το μυθιστόρημα είναι άψογο. Σπάνια διαβάζει κανείς ένα βιβλίο τόσο άρτιο δομημένο, όπου κάθε λέξη και φράση φαίνεται να έχει επιλεγεί με ανατριχιαστική ακρίβεια και ευστοχία. Κάθε λέξη και φράση οδηγεί με βασανιστική, αναπόδραστη βεβαιότητα προς το "απάνθρωπο" και τόσο ειρωνικό φινάλε που επιφυλάσσει για εμάς ο Φλομπέρ. Η σκληρότητα και ψυχολογική βιαιότητα του βιβλίου έρχονται σε αντίθεση με την απίθανης ομορφιάς, ντελικάτη και ραφινάτη πρόζα του Φλομπέρ, που ποτέ δεν ξεπέφτει στις συνήθεις παγίδες της γαλλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα ("λουλουδάτος λόγος", ρομαντικός βερμπαλισμός κλπ.)

Απλά ένα αριστούργημα.